Δύο Μαχαλιώτες είχα δει σε μια φωτογραφία
τον Γιάννη και τον Στέφανο σε παιδική ηλικία.
Είχανε τις μουρίτσες τους σ’ ένα τσαμπί σταφύλι
σαν τα σπουργίτια τσίμπαγαν τις ρόγες οι δυο φίλοι.
Και παραμείναν κολλητοί τόσες δεκαετίες
χαιρόμουν που τους έβλεπα αντάμα στις Φυτείες.
Ετούτο το διάστημα -πάνε εξήντα μέρες-
οι φίλοι της φιλίας τους πετάξανε τις βέρες.
Να πεις ότι μαλώσανε για μιας γυναίκας μάτια
ή χωραφιού το σύνορο, να πάει στα κομμάτια.
Μια βρύση που ’φερνε νερό να δροσιστεί η πλατεία
της παρεξήγησης αυτής ήτανε η αιτία.
Πείσμα Ξηρομερίτικο και άσκεφτες κουβέντες
παιδιάστικα καμώματα, κρίμα τέτοιοι λεβέντες.
Πριν το συμβάν καθημερνά πήγαινα στο χωριό τους
μαζί καλαμπουρίζαμε, μ’ έκαναν χωριανό τους.
Στιχάκια εκεί τους σκάρωνα σε μια μουριά από κάτω
τώρα θαρρείς και κάθομαι σε αναμμένη βάτο.
Προχτές για να συμβιβαστούν συζήτησε η παρέα
του σιάστη ο κλήρος έπεσε σε μένανε μοιραία.
Εγώ δυο λόγια θα τους πω: ¨το ’χετε μετανιώσει
κοιτάζοντας τα μάτια σας βαθιά το έχω νιώσει.
Για ένα ψευτοεγωισμό τεντώσατε κουρτίνες
μα ξέρω βασανίζεστε μέσα σας δύο μήνες.
Είχατε αλληλονοιάξιμο, είχατε αλληλεγγύη
φιλία φίλων καρδιακών είν’ ήλιος που δεν δύει.
Κι εσείς τι κάνετε λοιπόν, παίζετε το κρυφτούλι
νοοτροπίας μικρόψυχης έχετε γίνει δούλοι;
Στο δρόμο ανταμώνετε, γυρνάτε αλλού το βλέμμα
διστάζετε ένα βήμα εμπρός κι εδώ είναι το θέμα.
Γι’ αυτό εντός των ημερών θα σας τηλεφωνήσω
στο καφενείο του Στέφανου τραπέζι θα κρατήσω.
Θα πιούμε, και θα ψήσουμε μέχρι και σκατζοχέρια
ωσότου σαν σταυραδερφοί να σφίξετε τα χέρια¨.
Ο διευθύνων το σασμό, μετά πάσης ευθύνης
τέλη Αυγούστου, υπογραφή: ο Άρης εκ Μπαμπίνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου