Σύμφωνα
με την ύλη του βιβλίου ιστορίας
της Γ’ Δημοτικού-Από τη Μυθολογία στην Ιστορία,
έκδοση 2015 του ΥΠΕΠΘ
έμμετρη απόδοση σε
ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο.
στα εγγόνια μου Βελισσάρη και Φανή
Κάποτε
ο ήρως Ηρακλής πέρασε απ’ την Τροιζίνα
όπου
τον φιλοξένησε ο βασιλιάς Πιτθέας.
Όταν
καθίσαν στο σοφρά να φάνε και να πιούνε
βγάζει
ο Ηρακλής τη λεοντή και την αφήνει χάμω.
Μία
παρέα από παιδιά τρόμαξαν όταν είδαν
στο
πάτωμα τη λεοντή και το ’βαλαν στα πόδια.
Μα
ένα επτάχρονο παιδί νομίζοντας πως είναι
ένα
λιοντάρι αληθινό άρπαξε ένα τσεκούρι
και
το ¨θηρίο¨ άφοβα όρμησε να σκοτώσει.
Ήταν
του βασιλιά εγγονός, τον λέγανε Θησέα
που
’χε την Αίθρα μάνα του και τον Αιγέα πατέρα.
Ο
βασιλιάς των Αθηνών ο ξακουστός Αιγέας
απ’ το μαντείο των Δελφών, που κάποτε είχε πάει
στο
δρόμο της επιστροφής πέρασε απ’ την Τροιζίνα.
Εκεί
την κόρη αγάπησε του βασιλιά Πιτθέα
την
Αίθρα, κι απ’ αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας.
Κι
ενώ στο γιο τους έγκυος ήταν ακόμα η Αίθρα
ο
Αιγέας αναχώρησε γυρνώντας στην Αθήνα
διότι
τον καλούσανε του θρόνου υποχρεώσεις.
Πριν
φύγει, όμως, έκρυψε κάτω από ένα βράχο
–που
έστεκε θεόρατος πλάι στο ναό του Δία-
το
πλουμιστό του το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια.
Και
είπε στη γυναίκα του: ¨αγόρι αν θα γεννήσεις
κι
όταν τρανέψει και μπορεί το βράχο να σηκώσει
με
το σπαθί μου να ζωστεί, να βάλει τα σανδάλια,
σ’
ένα καράβι ν’ ανεβεί κα να ’ρθει στην Αθήνα.
Το
βράχο η Αίθρα του ’δειξε σαν ήρθε εκείνη η ώρα.
Τον
σήκωσε και φόρεσε τα δώρα του πατέρα,
για
την Αθήνα τράβηξε, όχι δια θαλάσσης
μα
απ’ τον επικίνδυνο το στεριανό το δρόμο
που
δρούσανε κακοποιοί, ληστές κι άγρια ζώα
που
φοβερίζαν, λήστευαν και σκότωναν ανθρώπους.
Απ’
την Τροιζίνα φεύγοντας και μέχρι την Αθήνα
έκανε
κατορθώματα πάρα πολλά ο Θησέας.
Έξω
απ’ την Επίδαυρο βρήκε τον Περιφήτη
ληστή
που μ’ ένα ρόπαλο μεγάλο, σιδερένιο
σκότωνε
τους περαστικούς προτού να τους ληστέψει.
Μαζί
του πάλεψε ο Θησεύς, μάχη σώμα με σώμα,
του
άρπαξε το ρόπαλο, του ’σπασε το κεφάλι
και
άφησε το πτώμα του τροφή για τα κοράκια.
Κατόπι
όταν στον Ισθμό έφτασε της Κορίνθου
σκότωσε
άλλο ένα φονιά, τον φοβερό τον Σίνη
που
λύγιζε τις κορυφές δύο μεγάλων πεύκων
κι
από τα πόδια έδενε πάνω τους τούς διαβάτες•
μετά
τ’ άφηνε ελεύθερα τα λυγισμένα δέντρα
και
στη στιγμή οι άνθρωποι γίνονταν δυο κομμάτια.
Όμως,
άλλο κατόρθωμα έκανε παραπέρα
κομμάτιασε
και τη Φαιά, μια άγρια γουρούνα
που
τους κατοίκους των χωριών κατατρομοκρατούσε.
Συνέχισε
και έφτασε στις Σκιρωνίδες πέτρες,
ήτανε
πέρασμα στενό κι εκεί είχε λημέρι
ο
τρομερός ο Σκίρωνας• εκείνος αφού πρώτα
λήστευε
τους περαστικούς, ύστερα τους ζητούσε
τα
πόδια να του πλύνουνε, κι όταν εκείνοι σκύβαν
με
μία δυνατή κλωτσιά τους γκρέμιζε στα βράχια
και
τα κορμιά τους τ’ άψυχα στη θάλασσα κυλούσαν
όπου
τα καταβρόχθιζε τεράστια χελώνα.
Πάλεψε
με τον Σκίρωνα, πολύ σκληρά ο Θησέας,
τον
νίκησε στη θάλασσα στο τέλος ρίχνοντάς τον,
αυτό
το μέρος σήμερα Σκάλα Κακιά το λένε.
Πιο
πέρα άλλο ένα ληστή, σκότωσε, τον Προκρούστη
άπλωνε
τους περαστικούς πάνω σ’ ένα κρεβάτι
κι
αν κάποιος ήταν πιο μακρύς του έκοβε τα πόδια
κι
αν πιο κοντός τα τράβαγε ώσπου να ξεκολλήσουν.
Στη
σιδερένια κλίνη του τον ξάπλωσε ο Θησέας
και
αφού ήταν πιο μακρύς του ’κοψε το κεφάλι.
Αφού
ο Θησεύς καθάρισε το δρόμο απ’ τους κινδύνους
η
φήμη του ξαπλώθηκε διότι δίχως φόβο
οι
άνθρωποι μπορούσανε πλέον να ταξιδεύουν.
Κατάκοπος
μα ευτυχής έφτασε στην Αθήνα•
ο
Αιγέας που είδε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια
τον
γνώρισε, τον έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά του.
Μα
η Αθήνα ήτανε μια πόλη λυπημένη
γιατί
σε έναν πόλεμο που είχε με τους Κρήτες
νικήθηκε,
κι ο Μίνωας ο βασιλιάς της Κρήτης
στους
Αθηναίους φόρο βαρύ τους είχε επιβάλει:
εφτά
αγόρια και εφτά κορίτσια να του στέλνουν
κάθε
χρονιά για να τα τρώει το σαρκοφάγο τέρας
ο
τρομερός Μινώταυρος που ζούσε στο παλάτι
κάτω,
μες στο Λαβύρινθο, το σκοτεινό υπόγειο
που
ο Δαίδαλος παλιότερα είχε κατασκευάσει
και
είχε χίλιες κάμαρες και χίλιους διαδρόμους
κι
αδύνατο όποιος έμπαινε να βγει και πάλι έξω.
Τότε,
λοιπόν, που έφτασε στην πόλη ο Θησέας
οι
Αθηναίοι ετοίμαζαν να στείλουν τα παιδιά τους
στην
Κρήτη, και ακούγονταν κλάματα και κατάρες.
Το
ιστιοφόρο φόρτωναν με τρόφιμα οι ναύτες,
όμως
το πλοίο είχε πανιά αντί για άσπρα
μαύρα.
Τότε
είπε ο ήρωας: ¨πατέρα μου Αιγέα,
στείλε
έξι αγόρια σήμερα και έβδομο εμένα
να
μπω μες στον Λαβύρινθο τον ταύρο να σκοτώσω
να
απαλλαχτεί η Αθήνα μας απ’ το βαρύ το φόρο¨ .
Με
τα πολλά συμφώνησε ο Αιγέας μα του είπε:
¨άμα
νικήσεις το θεριό θα σε παρακαλέσω
στο
γυρισμό άσπρα πανιά να βάλεις στο καράβι¨.
Όταν
στη Κρήτη έφτασε το πλοίο με τους νέους
και
στο παλάτι μπήκανε, γνώρισε ο Θησέας
του
βασιλιά του Μίνωα, την κόρη του Αριάδνη.
Η
κοπελιά θαμπώθηκε από την ομορφιά του
και
το Θησέα θέλησε αυτή να τον βοηθήσει.
Γι’
αυτό πριν στο Λαβύρινθο μέσα να μπει ο Θησέας
κρυφά
ένα μίτο του ’δωσε μαζί του να τον πάρει
ένα
κουβάρι δηλαδή που μπόλικο είχε νήμα.
Μπήκε
ο Θησέας θαρρετά, ξετύλιγε το σπάγκο
ψάχνοντας
το Μινώταυρο στους σκοτεινούς θαλάμους
ώσπου
εντέλει άκουσε το άγριο μουγκρητό του.
Όταν
συναντηθήκανε παλέψανε με λύσσα•
κάποια
στιγμή κουράστηκε το φοβερό το τέρας,
τότε
το πατρικό σπαθί τράβηξε ο Θησέας
κάρφωσε
το Μινώταυρο που έπεσε στο χώμα.
Βγήκε
απ’ το Λαβύρινθο μαζεύοντας το νήμα
και
το θηρίο το νεκρό το ’συρε μέχρι έξω.
Στην
είσοδο είχαν μαζευτεί οι νέοι της Αθήνας
που
τον υποδεχτήκανε με της χαράς τα δάκρυα.
Το
ίδιο βράδυ όλοι τους μπήκαν κρυφά στο πλοίο
κι
αμέσως άνοιξαν πανιά κι έφυγαν απ’ την Κρήτη
μαζί
τους, όμως, είχανε τώρα την Αριάδνη.
Πρωτύτερα,
στου Μίνωα τα πλοία ανοίξαν τρύπες
ώστε
αυτά να μην μπορούν να τους ακολουθήσουν.
Ταξίδευαν
χαρούμενοι και φτάσανε στη Νάξο•
λιγάκι
να ξεκουραστούν, βγήκαν στην παραλία.
Τότε
ο θεός Διόνυσος έτυχε να περάσει,
θαμπώθηκε
απ’ την ομορφιά που ’χε η Αριάδνη
την
πήρε να την παντρευτεί κι άφησε το Θησέα
απ’
τη μεγάλη τη χαρά στη μαύρη στεναχώρια.
Συνέχισε
το δρόμο του το πλοίο για Αθήνα
μα
με τα μαύρα τα πανιά επάνω στα κατάρτια,
κανένας
δε θυμήθηκε να τα αλλάξουν με άσπρα.
Ο
Αιγέας εντωμεταξύ στεκότανε στο Σούνιο
κι
αγνάντευε τη θάλασσα γεμάτος αγωνία
ελπίζοντας
κάποια στιγμή να έρθει το καράβι.
Όταν
εκείνο φάνηκε με τα πανιά τα μαύρα
από
τη στεναχώρια του έπεσε απ’ το βράχο
και
κύλισε στη θάλασσα, και κύματα αφρισμένα
πότε
ψηλά τον σήκωναν και πότε τον βουτούσαν,
πνιγμένο
τον ταξίδευαν στη μέση του πελάγου.
Γι’
αυτό και ονομάστηκε το πέλαγος Αιγαίο.
Μετά
απ’ αυτόν τον άδικο θάνατο του Αιγέα
στέφτηκε
πλέον βασιλιάς στη θέση του ο Θησέας.
Αργότερα
γυναίκα του παντρεύτηκε τη Φαίδρα
που
αδερφή μικρότερη ήταν της Αριάδνης.
Βασίλεψε
με σύνεση και με δικαιοσύνη.
Μετά
από χρόνια έκανε ένα μακρύ ταξίδι.
Κατά
την απουσία του, όμως, οι αντίπαλοί του
κατέλαβαν
τα ανάκτορα κι άλλαξαν βασιλέα.
Τότε
ο Θησέας έφυγε απογοητευμένος
στη
Σκύρο την υπόλοιπη ζωή του να τη ζήσει
στα
κτήματα που του άφησε κληρονομιά ο Αιγέας.
Στη
νήσο Σκύρο βασιλιάς ήταν ο Λυκομήδης
που
προθυμοποιήθηκε, προσποιούμενος το φίλο,
τα
πατρικά τα κτήματα να δείξει στο Θησέα.
Μα
εκεί που περπατούσανε τον έσπρωξε εκείνος
και
ο Θησέας σκοτώθηκε σ’ ενός γκρεμού τα βράχια.
Εκεί
θάφτηκε ο ήρωας, μα ύστερα από χρόνια
οι
Αθηναίοι μετέφεραν τα οστά του στην Αθήνα.