Εδώ,
που λες, υψώνονταν πουρνάρια και φυλίκια
κι
οι άνοιξες ομόρφαιναν απ’ τις αγραπιδιές
στον
ίσκιο τους σταλίζανε αρνάδες και κατσίκια
και
στα κλαδιά τους τα πουλιά χτίζανε τις
φωλιές.
Άγια
χώματα, παλιά, μ’ ιδρώτα ποτισμένα
τους
φράχτες τούς αγκάλιαζαν σπαράγγια κι
οβριές.
Κοίτα!
Τα δέντρα κείτονται κάτω τεμαχισμένα
τους
λόφους ισοπέδωσαν άπονες μηχανές.
Τώρα
δεν ευωδιάζουνε χαμόμηλο και μέντα
μια
έρημος απλώθηκε σ’ ετούτη εδώ τη γη.
Βέργες,
δεσμίδες σίδερα και σάκοι με τσιμέντα,
οι
βάσεις καλουπώνονται –στρατιώτες στη
γραμμή-.
Νταλίκες
ξεφορτώνουνε τελαρωμένα τζάμια
έτοιμα
να αρμέξουνε του ήλιου τις θηλές.
Ήρθε
η νέα εποχή∙
καλή νεράιδα ή λάμια;
Γέρασα∙
ας με φωτίσουνε οι νέες οι γενιές.
κι ένα τραγούδι
ΤΖΑΜΙΑ
ΧΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Ποιο
σωστό, και ποιο το λάθος
ποια
η βιτρίνα ποιο το βάθος;
Ποιοι
τη σκέψη τους ματώνουν
ποιοι
τις χάντρες ζαχαρώνουν;
Ποιοι
οι αθώοι, οι πλεονέχτες
ποιοι
οι επιτήδειοι παίχτες
με
ιθαγενών καθρέφτες;
Ποια
η ουσία και ο τύπος
μήπως
δούρειος ο ίππος;
Ποιοι
χρυσό λεν το μπακίρι
στην
ανάγκη του μπατίρη;