Απόσπασμα από την Έμμετρη Διαχρονική Επιθεώρηση που γράψαμε μαζί με τον Ηλία Κουτσονικόλα.
............................................................................
Οδυσσέας:
καλά για ποιον με πέρασες και λες αυτές τις πίπες
σ’ εμένα που εβούλωσα τόσων Κυκλώπων τρύπες;
Και ποιο το αποτέλεσμα που πήγα εγώ στην Τροία;
Εσείς εδώ σκεφτόσασταν μόνο τη συνουσία.
Τέρμα αυτά που ξέρατε εδώ θα μπει μια τάξη
κι όποιος του νόμους μου αψηφά να ξέρει θα βελάξει.
Πηνελόπη:
σιγά βρε Οδυσσέα μου πήρες μεγάλη φόρα
και μη φωνάζεις δυνατά σ’ ακούει όλη η χώρα.
Οδυσσέας:
τότε που έφυγα εγώ να πάω εκεί που πήγα
τον Έλληνα άφησα άρχοντα τον βρήκα όμως κολήγα.
Κολήγα μα και είλωτα των δήθεν αναγκών του
θύμα της κατανάλωσης,των ανασφαλειών του
Τον άφησα εργατικό και σπίρτο αναμμένο•
τεμπέλη τον αντάμωσα και αποχαυνωμένο.
Είδα ακάμωτη τη γη και στράτες λογγομένες
τις στέρνες μέχρι το λαιμό να ’ναι ξεχειλισμένες.
Μηδέ ζευγάς και θεριστής, αμπέλι, καπνοτόπι
κι είπα: « χωρίς τον ίδρωτα ζούνε αυτοί οι ανθρώποι;».
Είδα στομάχια φουσκωτά, μάγουλα τσιτωμένα
κοιτούσα αν τα χέρια τους τα ’χουνε ροζιασμένα.
Είδα οικογένειες πολλές να είναι χρεωμένες
πολλές σπατάλες κρατικές δανειοδοτημένες.
Κόκια:
Οι νέοι κι οι μεσόκοποι παίζουν ΠΡΟΠΟ και ΚΙΝΟ
στους καφενέδες αραχτοί φρέντο και καπουτσίνο.
Δουλεύουν μόνο Αλβανοί Πακιστανοί και μαύροι
σα σπόρια τα ναρκωτικά μπορεί καθένας να ’βρει.
Τα σύνορα κατάντησαν σαν ξέφραγο αμπέλι
όποιος γουστάρει έρχεται και ό,τι ώρα θέλει.
Τότε κανείς δεν κλείδωνε και έφευγε για βόλτα
τώρα διπλά τα μάνταλα και σιδεριές στην πόρτα.
Οδυσσέας:
τ’ άσχημο είναι πως κάνουνε κουμάντο κέντρα ξένα,
τα παντελόνια οι άρχοντες τα ’χουν κατεβασμένα
Γι’ αυτό λοιπόν εγύρισα από την εξορία
να καθαρίσω για καλά την κόπρο του Αυγεία.
Τους άνομα πλουτίσαντες τους φαύλους τραπεζίτες
των ΔΕΚΟ τους διοικητές όλους τους λωποδύτες.
Στον κόσμο να απολογηθούν τι κάναν τόσα χρόνια
που έτρωγαν τον άμπακο με τέσσερα σαγόνια.
Ήρθε επιτέλους ο καιρός που ο λαός θα κρίνει
ποιοι μένουν και ποιοι φεύγουνε, σε ποιους κλωτσιές θα δίνει.
Το «πόθεν έσχες» θα ελεγχθεί και όσοι αποδειχτούνε
καταχραστές, σφετεριστές ευθύς θα κρεμαστούνε.
Είν’ έγκλημα που αφήσανε τον κόσμο να πεινάει
κι ούτε ένα ξεροκόμματο δεν έχει για προσφάι.
..............................................................................
Τυπώθηκε σε βιβλιαράκι με ISBN: 978-960-92817-5-1
Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011
Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011
Ο ΙΟΣ ΤΟΥ ΝΕΙΛΟΥ
Όταν τα καπνοχώραφα
ήτανε στα ντουζένια
οι γεωργοί για πότισμα
είχαν μεγάλη έγνοια.
Φτιάξανε λούτσες, της βροχής
το ύδωρ να μαζεύουν
κι ύστερα τα χωράφια τους
στοιχειωδώς ν’ αρδεύουν.
Τώρα που χέρσεψε η γη
κι οι γεωργοί φευγάτοι
οι λούτσες μέσα στους αγρούς
μείνανε αμανάτι.
Είναι γεμάτες με νερό,
τοπίο ελώδες μοιάζει
και τα κουνούπια στα αυτιά
μας τραγουδούν με νάζι.
Εμείς αυτά τα έντομα
δεν τα ’χαμε γνωρίσει∙
δεν είχα ακούσει στο χωριό
κάποιον να ’χαν τσιμπήσει.
Μα τώρα τα τσιμπήματα
δεν είναι τόσο αθώα
γιατί απ’ το Νείλο ήρθανε
και άλλα τέτοια ζώα.
Που μεταφέρουν τον ιό
του Δυτικού του Νείλου
και κάποιοι απ’ όσους νόσησαν
¨τέθηκαν¨ επί ξύλου.
Να ξέρετε ότι η λοίμωξη
δεν παίρνει θεραπεία
και εμβόλιο δεν έβγαλε
καμία εταιρία.
Τρία είναι τα φάρμακα
γι’ αυτή την ιστορία
ώστε η μολυσματική
να εξαλειφθεί εστία.
Ή κάθε λούτσα να κλειστεί
ή το νερό να αδειάσει
-που ’ναι κομμάτι ασύμφορο
κι ανέφικτο στην πράξη-
ή, τρίτον, που ’ναι τελικά
η μόνη μας ελπίδα
να ανοίξει πάλι εξαρχής
του αγρότη η μερίδα.
Ν’ αρχίσουν τα οργώματα
σε κάθε χωραφάκι,
μοτέρ ν’ ακούσουμε ξανά,
νερό να μπει στ’ αυλάκι.
Με νέες καλλιέργειες
νέοι να ασχοληθούνε
τ’ άδεια σχολειά με μαθητές
γεμάτα να τα δούμε.
Αυτό κι αν είναι όραμα,
το όνειρο ενός γέρου,
να δει ότι ζωντάνεψε
η γη του Ξηρομέρου.
Μα ένας πόνος διέλυσε
την οπτασία ετούτη
τον ύπνο μου διέκοψε
κεντρί από κουνούπι.
Με μια σχετική καθυστέρηση δημοσιεύω αυτούς τους στίχους οι οποίοι περιέχονται σ' ένα από τα τελευταία μου βιβλιαράκια με τίτλο: ¨ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΣΤΙΧΟΣ¨
ήτανε στα ντουζένια
οι γεωργοί για πότισμα
είχαν μεγάλη έγνοια.
Φτιάξανε λούτσες, της βροχής
το ύδωρ να μαζεύουν
κι ύστερα τα χωράφια τους
στοιχειωδώς ν’ αρδεύουν.
Τώρα που χέρσεψε η γη
κι οι γεωργοί φευγάτοι
οι λούτσες μέσα στους αγρούς
μείνανε αμανάτι.
Είναι γεμάτες με νερό,
τοπίο ελώδες μοιάζει
και τα κουνούπια στα αυτιά
μας τραγουδούν με νάζι.
Εμείς αυτά τα έντομα
δεν τα ’χαμε γνωρίσει∙
δεν είχα ακούσει στο χωριό
κάποιον να ’χαν τσιμπήσει.
Μα τώρα τα τσιμπήματα
δεν είναι τόσο αθώα
γιατί απ’ το Νείλο ήρθανε
και άλλα τέτοια ζώα.
Που μεταφέρουν τον ιό
του Δυτικού του Νείλου
και κάποιοι απ’ όσους νόσησαν
¨τέθηκαν¨ επί ξύλου.
Να ξέρετε ότι η λοίμωξη
δεν παίρνει θεραπεία
και εμβόλιο δεν έβγαλε
καμία εταιρία.
Τρία είναι τα φάρμακα
γι’ αυτή την ιστορία
ώστε η μολυσματική
να εξαλειφθεί εστία.
Ή κάθε λούτσα να κλειστεί
ή το νερό να αδειάσει
-που ’ναι κομμάτι ασύμφορο
κι ανέφικτο στην πράξη-
ή, τρίτον, που ’ναι τελικά
η μόνη μας ελπίδα
να ανοίξει πάλι εξαρχής
του αγρότη η μερίδα.
Ν’ αρχίσουν τα οργώματα
σε κάθε χωραφάκι,
μοτέρ ν’ ακούσουμε ξανά,
νερό να μπει στ’ αυλάκι.
Με νέες καλλιέργειες
νέοι να ασχοληθούνε
τ’ άδεια σχολειά με μαθητές
γεμάτα να τα δούμε.
Αυτό κι αν είναι όραμα,
το όνειρο ενός γέρου,
να δει ότι ζωντάνεψε
η γη του Ξηρομέρου.
Μα ένας πόνος διέλυσε
την οπτασία ετούτη
τον ύπνο μου διέκοψε
κεντρί από κουνούπι.
Με μια σχετική καθυστέρηση δημοσιεύω αυτούς τους στίχους οι οποίοι περιέχονται σ' ένα από τα τελευταία μου βιβλιαράκια με τίτλο: ¨ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΣΤΙΧΟΣ¨
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
ΕΠΙΒΑΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Ως τα προχτές χιλιόμετρα
αβέρτα περπατούσα
στα μέσα δε μεταφοράς
χειρολαβές κρατούσα.
Άφηνα τα καθίσματα
λεία της γερουσίας
και γενικώς στα άτομα
¨χρήζοντα βοηθείας¨.
Εγώ το ’παιζα τζόβενο
σχεδόν παλικαράκι
κι αν το ’φερνε η περίσταση
έκανα και καμάκι.
Προχτές μ’ ένα βαρύ παλτό
τρέμοντας απ’ το κρύο
μετά από ώρα αναμονής
μπήκα στο λεωφορείο.
Μια δεσποινίς καθήμενη
ευθύς χαμογελάει•
το αίμα μου σαν χείμαρρος
στις φλέβες μου κυλάει.
Μετά η μικρή σηκώθηκε
και κλείνοντας το μάτι
μ’ έκανε τον πιο ευτυχή
στον κόσμο επιβάτη.
Μα αυτό που μου ’πε πώς μπορεί
ο νους να το χωρέσει;
¨Γέροντα έλα κάθισε
για σένα είναι η θέση¨.
αβέρτα περπατούσα
στα μέσα δε μεταφοράς
χειρολαβές κρατούσα.
Άφηνα τα καθίσματα
λεία της γερουσίας
και γενικώς στα άτομα
¨χρήζοντα βοηθείας¨.
Εγώ το ’παιζα τζόβενο
σχεδόν παλικαράκι
κι αν το ’φερνε η περίσταση
έκανα και καμάκι.
Προχτές μ’ ένα βαρύ παλτό
τρέμοντας απ’ το κρύο
μετά από ώρα αναμονής
μπήκα στο λεωφορείο.
Μια δεσποινίς καθήμενη
ευθύς χαμογελάει•
το αίμα μου σαν χείμαρρος
στις φλέβες μου κυλάει.
Μετά η μικρή σηκώθηκε
και κλείνοντας το μάτι
μ’ έκανε τον πιο ευτυχή
στον κόσμο επιβάτη.
Μα αυτό που μου ’πε πώς μπορεί
ο νους να το χωρέσει;
¨Γέροντα έλα κάθισε
για σένα είναι η θέση¨.
Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011
ΕΥΧΕΣ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ
Συνάδελφοι, καλή χρονιά
χρόνια καλά, με υγεία
τα δύσκολα ας παλέψουμε
με αισιοδοξία.
Η κρίση και οι περικοπές
άγγιξαν τα σχολεία•
θέλει σωστή διαχείριση
σύνεση, φαντασία.
Οικονομία σε στυλό,
ΧΑΡΤΙ ΦΩΤΟΤΥΠΙΑΣ
σε φως, νερό, τηλέφωνο
μέχρι χαρτί υγείας.
Μα όχι στα αισθήματα
αυτά να είναι λάσκα
ζεστή ας μείνει η καρδιά
κι όχι ψυχρή, Αλάσκα.
Κουράγιο και υπομονή
να βγει ο μακρύς χειμώνας
μα με συντροφικότητα
και όχι κατά μόνας.
χρόνια καλά, με υγεία
τα δύσκολα ας παλέψουμε
με αισιοδοξία.
Η κρίση και οι περικοπές
άγγιξαν τα σχολεία•
θέλει σωστή διαχείριση
σύνεση, φαντασία.
Οικονομία σε στυλό,
ΧΑΡΤΙ ΦΩΤΟΤΥΠΙΑΣ
σε φως, νερό, τηλέφωνο
μέχρι χαρτί υγείας.
Μα όχι στα αισθήματα
αυτά να είναι λάσκα
ζεστή ας μείνει η καρδιά
κι όχι ψυχρή, Αλάσκα.
Κουράγιο και υπομονή
να βγει ο μακρύς χειμώνας
μα με συντροφικότητα
και όχι κατά μόνας.
Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011
ΕΒΙΤΑ
Λατινική Αμερική,
πάνε πενήντα χρόνια
τότε που του περονισμού
ανθίζανε τα κλώνια.
Οι Αργεντίνοι τον Περόν
φορτώθηκαν σαμάρι•
τον γούσταραν, τον ψήφισαν
και το ’χανε καμάρι.
Δεν κυβερνούσε μόνος του
αυτός την Αρζεντίνα
η Εβίτα ήταν πλάι του
η Κυρά-Περοντίνα.
Κι όταν ο πρόεδρος Περόν
έγινε μακαρίτης
η Εβίτα την Αργεντινή
έβαλε στο βρακί της.
Τους στίχους μου διαβάζοντας
ευλόγως θα ρωτήσεις
¨ο λόγος ποιος στο παρελθόν
τη σκέψη να γυρίσεις;¨.
Γιατί επαναλαμβάνεται
ως φάρσα η ιστορία
σ’ Αμερική, σε Αφρική
Ασία, Ακαρνανία.
Αν τύχει όμως και συμβεί
συντόμως εν Ελλάδι
μην πεις ότι κοιμόσουνα
πως ήσουν στο σκοτάδι.
Γι’ αυτό μη βιάζεσαι να πεις
πως είναι φαντασίες•
αν κάνεις κάποιους συνειρμούς
θα βρεις αντιστοιχίες.
Βάλε στις σκέψεις σου πανιά
και τότε μάνι-μάνι
ο νους θα ρίξει άγκυρα
σε Ιονίου λιμάνι.
πάνε πενήντα χρόνια
τότε που του περονισμού
ανθίζανε τα κλώνια.
Οι Αργεντίνοι τον Περόν
φορτώθηκαν σαμάρι•
τον γούσταραν, τον ψήφισαν
και το ’χανε καμάρι.
Δεν κυβερνούσε μόνος του
αυτός την Αρζεντίνα
η Εβίτα ήταν πλάι του
η Κυρά-Περοντίνα.
Κι όταν ο πρόεδρος Περόν
έγινε μακαρίτης
η Εβίτα την Αργεντινή
έβαλε στο βρακί της.
Τους στίχους μου διαβάζοντας
ευλόγως θα ρωτήσεις
¨ο λόγος ποιος στο παρελθόν
τη σκέψη να γυρίσεις;¨.
Γιατί επαναλαμβάνεται
ως φάρσα η ιστορία
σ’ Αμερική, σε Αφρική
Ασία, Ακαρνανία.
Αν τύχει όμως και συμβεί
συντόμως εν Ελλάδι
μην πεις ότι κοιμόσουνα
πως ήσουν στο σκοτάδι.
Γι’ αυτό μη βιάζεσαι να πεις
πως είναι φαντασίες•
αν κάνεις κάποιους συνειρμούς
θα βρεις αντιστοιχίες.
Βάλε στις σκέψεις σου πανιά
και τότε μάνι-μάνι
ο νους θα ρίξει άγκυρα
σε Ιονίου λιμάνι.
Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011
Η ΓΑΪΔΟΥΡΑ
Στη Μπαμπίνη όταν ερχόσουν
πλησιάζοντας στα ¨Αχούρια¨
τα γκαρίσματα αρχίζαν
τα διακόσια της γαϊδούρια.
Μα περάσανε τα χρόνια
ήρθανε τρακτέρ και ντάτσουν
γρήγορα οι Μπαμπινιώτες
τα υποζύγια θα ξεχάσουν.
Μάλιστα οι πλέον νέοι
δε γνωρίζουν τι είναι οι όνοι
απ’ το γκάρισμα πιο οικεία
είναι η λαλιά του γκιώνη.
Μα το δυο χιλιάδες δέκα
με της κρίσεως τη δίνη
μια αδέσποτη γαϊδούρα
άραξε μες στη Μπαμπίνη.
Και το Φώτη το Μπενέκο
έχει Άγιο και προστάτη
άχυρο-σανό της δίνει
την κοιμίζει σε χαγιάτι.
Το γαϊδουρινό της βίο
ζει αυτή ευτυχισμένη
φούσκωσε και η κοιλιά της
μιας και είναι γκαστρωμένη.
Μα ένα ερώτημα πλανιέται
σ’ όλους μέσα στη Μπαμπίνη:
δίχως σερνικό γαϊδούρι
γκαστριά πώς έχει γίνει;
πλησιάζοντας στα ¨Αχούρια¨
τα γκαρίσματα αρχίζαν
τα διακόσια της γαϊδούρια.
Μα περάσανε τα χρόνια
ήρθανε τρακτέρ και ντάτσουν
γρήγορα οι Μπαμπινιώτες
τα υποζύγια θα ξεχάσουν.
Μάλιστα οι πλέον νέοι
δε γνωρίζουν τι είναι οι όνοι
απ’ το γκάρισμα πιο οικεία
είναι η λαλιά του γκιώνη.
Μα το δυο χιλιάδες δέκα
με της κρίσεως τη δίνη
μια αδέσποτη γαϊδούρα
άραξε μες στη Μπαμπίνη.
Και το Φώτη το Μπενέκο
έχει Άγιο και προστάτη
άχυρο-σανό της δίνει
την κοιμίζει σε χαγιάτι.
Το γαϊδουρινό της βίο
ζει αυτή ευτυχισμένη
φούσκωσε και η κοιλιά της
μιας και είναι γκαστρωμένη.
Μα ένα ερώτημα πλανιέται
σ’ όλους μέσα στη Μπαμπίνη:
δίχως σερνικό γαϊδούρι
γκαστριά πώς έχει γίνει;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)