Αυτές τις μέρες που ’μεινα στο σπίτι μου κλινήρης
ο ύπνος πέρασε από δω μόνο σα μουσαφίρης.
Από το στριφογύρισμα έλιωσα τα σεντόνια,
γινήκανε τα νεύρα μου σπαγγέτι μακαρόνια.
Κι όταν ελάχιστες φορές κλείναν τα βλέφαρά μου
οι εφιάλτες έκαναν παρέλαση μπροστά μου.
Και τώρα που όλα πέρασαν με απασχολεί ακόμα
ο εφιάλτης που ’χα δει με μία νοσοκόμα.
Ήμουνα, λέει, ασθενής σ’ ένα νοσοκομείο,
ίσως να με ετοίμαζαν για κάποιο χειρουργείο.
Ανοίγει η πόρτα κι έρχεται μια κούκλα νοσοκόμα,
είχε στολή κολλαριστή με κάτασπρο το χρώμα.
Ανέβηκε επάνω μου κι άνοιξε τα κουμπιά της
κοιτάζω, όπως τη γέννησε -τσίτσιδη- η μαμά της.
Άρχισε τότε εντριβές, μασάζ και τα τοιαύτα
μα εμένα το ¨επίμαχο¨ δεν πήρε ¨οστά και σάρκα¨.
Δεμένα ήταν τα χέρια μου, κοίταζα με το μάτι
εις μάτην, δεν υψώθηκε το μεσιανό κατάρτι.
Ξύπνησα τότε έντρομος, μούσκεμα στον ιδρώτα
μα η νοσοκόμα άφαντη, κανείς έξω απ’ την πόρτα.
Τώρα υγιής∙ ανέκαμψε το άρρωστό μου σώμα
μα όλο έρχεται στο νου εκείνη η νοσοκόμα.
Σα να ’χω ένα υπόλοιπο που πρέπει να ξοφλήσω,
τον πληγωμένο εγωισμό να αποκαταστήσω.
Γι’ αυτό γυρνώ στις κλινικές, σ’ όλα τα Κέντρα Υγείας
μη δω τη νοσοκόμα μου σε ώρα εφημερίας.
Μου ’γινε φαντασίωση, ιδέα έμμονή μου
μα και η ρόμπα η λευκή ερωτικό φετίχ μου.
Κι αν δε τη βρω, θ’ απευθυνθώ σε νοσοκόμα άλλη
που κάτω από τη στολή να ’χει τα ίδια κάλλη.
Σε τελευταία ανάλυση μια ρόμπα θα ψωνίσω
με ρούχα νοσηλεύτριας μια Μολδαβή θα ντύσω.
Θα κάνω αναπαράσταση του ονείρου μου εκείνου
ως το σημείο αναμονής της άνθισης του κρίνου.
Και την κατάλληλη στιγμή θα πω: ¨τη ρόμπα βγάλ’ τη¨
και θα ξορκίσω διαπαντός αυτόν τον εφιάλτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου