enoch arden poem Alfred, Lord Tennyson
ΕΝΟΧ ΑΡΝΤΕΝ ένα ποίημα του Άλφρεντ Τένυσον
σε δική μου απόδοση, εδώ οι δύο πρώτες στροφές
οι εικόνες είναι του Ηλία Κουτσονικόλα
1
Long lines
of cliff breaking have left a chasm;
And in the chasm are foam and yellow sands;
Beyond, red roofs about a narrow wharf
In cluster; then a moulder'd church; and higher
A long street climbs to one tall-tower'd mill;
And high in heaven behind it a gray down
With Danish barrows; and a hazelwood,
By autumn nutters haunted, flourishes
Green in a cuplike hollow of the down.
And in the chasm are foam and yellow sands;
Beyond, red roofs about a narrow wharf
In cluster; then a moulder'd church; and higher
A long street climbs to one tall-tower'd mill;
And high in heaven behind it a gray down
With Danish barrows; and a hazelwood,
By autumn nutters haunted, flourishes
Green in a cuplike hollow of the down.
2
Here on this beach a hundred years ago,
Three children of three houses, Annie Lee,
The prettiest little damsel in the port,
And Philip Ray the miller's only son,
And Enoch Arden, a rough sailor's lad
Made orphan by a winter shipwreck, play'd
Among the waste and lumber of the shore,
Hard coils of cordage, swarthy fishing-nets,
Anchors of rusty fluke, and boats updrawn,
And built their castles of dissolving sand
To watch them overflow'd, or following up
And flying the white breaker, daily left
The little footprint daily wash'd away.
1
Σχημάτιζαν μακριές σειρές
τα βράχια τα σπασμένα
κι ανάμεσα στα χάσματα
άμμος, νερά αφρισμένα.
Κόκκινες στέγες στριμωχτές
πίσω απ’ το λιμανάκι
κι ενδιάμεσα ξεχώριζε ένα
λιτό εκκλησάκι.
Ψηλότερα ένας μακρύς
σκαρφάλωνε δρομάκος
προς ένα μύλο θεόρατο σε
ύψος και σε μάκρος.
Λόφος με τάφους Δανικούς
πιο πάνω ήταν σπαρμένος
κι ολόγυρα με φουντουκιές ο
τόπος δασωμένος.
Εκεί κάθε φθινόπωρο
μαζεύονταν μπουλούκια
οι κάτοικοι και μάζευαν τα
νόστιμα φουντούκια.
2
Σχεδόν πριν από εκατό
χρόνια στην προκυμαία
τρία παιδάκια έκαμαν πολύ
στενή παρέα.
Η Άννα Λη του λιμανιού η
πιο όμορφη κοπέλα
που στα μαλλιά της έδενε
πολύχρωμη κορδέλα,
ο Ενόχ ο Άρντεν, τ’ ορφανό
ενός καραβοκύρη
που σε ναυάγιο ο θάνατος
τον πήρε μουσαφίρη,
ο άλλος γιος του μυλωνά ο
Φίλιππος ο Ρέι•
κι ο τρεις μες στα παλιά
σκαριά μπαίναν σαν αρουραίοι
παίζαν κρυφτό μες στα
σκοινιά που ’ταν κουλουριασμένα
κι από τις τρύπες πέρναγαν
στα δίχτυα τ’ απλωμένα.
Ανέβαιναν σε άγκυρες βαριές
και σκουριασμένες,
σε βάρκες που οι βαρκάρηδες
έξω είχαν συρμένες.
Ξυπόλυτα στην αμμουδιά αφήνανε
τα ίχνη
κι ερχόταν από πίσω τους το
κύμα να τα σβήνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου