Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ

στηριγμένο σε αφήγηση του Αλέκου Κυριαζή

Ήμουν γυμνασιόπαιδο στα χρόνια του εμφυλίου
σε κάμαρη ανήλιαγη ζούσα του Αγρινίου.

Ήταν λειψό το φαγητό, ψωμί να το ’χεις βρέξει
και το σακούλι απ’ το χωριό στη χάση και στη φέξη.

Τα δε βιβλία δανεικά, διάβασμα στο πεζούλι
μα κάτω δεν το έβαζα, δόξαζα το Θεούλη.

Κάποτε, όμως, άργησε να έρθει το ταγάρι
κι από την πείνα έσφιξα δυο τρύπες το ζωνάρι.

Λυγίσανε τα γόνατα σε ένα καλτερίμι
και έπεσα λιπόθυμος λες κι ήμουνα ψοφίμι.

Κι ενώ οι πολίτες διάβαιναν αδιάφοροι στο δρόμο
μια γύφτισσα με άρπαξε και μ’ έριξε στον ώμο.

Με πήρε και μ’ απίθωσε στο φτωχικό τσαντίρι
κι είκοσι μέρες μ’ είχανε οι γύφτοι μουσαφίρη.

Ο Τζίτζης σαν πατέρας μου, ίδια μητέρα η Μάντα
με τάισαν, μ’ ανάστησαν θα τους θυμάμαι πάντα.

Πώς να ξεχάσω τη μικρή, κόρη τους, Καταλίνα
όταν στα ίσα μοίραζε στους δυο μας τη μπαζίνα;

Χρόνια περάσανε πολλά, εφτά δεκαετίες
κι αν πλούτισα κι αν έχτισα και πολυκατοικίες,

συχνά τις νύχτες τριγυρνά ο νους στα χρόνια εκείνα
που χέρι-χέρι πήγαινε η αγάπη με την πείνα.

Η γυφτοπούλα στ’ όνειρο μου δίνει απ’ τη μπουκιά της
με ξανακάνει έφηβο η φλογερή ματιά της.

Κυκλάμινο η ανθρωπιά, ανθίζει μες στα βράχια
μα από τ’ αγκάθια πνίγεται στα ευτραφή στομάχια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου