Στη Σαλονίκη μια βραδιά μουντή και νοτισμένη
τους δρόμους τους κακόφημους με τη σειρά είχα πάρει
και ύστερα κατέβηκα σ’ ένα υπόγειο μέσα
που άντρες συνωστίζονται πίσω απ’ το Βαρδάρι.
Μου άνοιξε μία γριά που έκανε κουμάντο
ένα κουρέλι της ζωής που σέρνονταν ακόμα,
με μια φωνή φυματικιά έβριζε στο σκοτάδι
και το τσιγάρο έκαιγε το γέρικό της στόμα.
Είχε ένα γραμμόφωνο επάνω στην κονσόλα
με ένα άλφα κι ένα πι πάνω του σκαλισμένα
-λατινικά κι ελληνικά- μέσα σε δυο καρδούλες
και ρώτησα διστακτικά αν το πουλά σ’ εμένα.
Μου είπε: «πάρ’ το άμα θες, χωρίς λεφτά στο δίνω
άλλωστε ήρθε η ώρα μου εγώ ν’ αποδημήσω
λίγες χαρές, λύπες πολλές θυμίζουν τα κειμήλια
τίποτα απ’ την πικρή ζωή δε θέλω να κρατήσω.
Αυτό όμως το γραμμόφωνο έχει μια ιστορία
μου τ’ άφησε ένας ναυτικός, της Σαλονίκης φίλος
που έγραφε σ’ ένα χαρτί αλλόκοτα τραγούδια
μαρκόνης σ’ ένα φορτηγό, θαρρώ ήταν το “Δήλος”.
Κάποτε που στο Μεξικό πήγε με μινεράλι
στη Βέρα Κρουζ του το ’δωσε με μάτια δακρυσμένα
μία κοπέλα που στα μπαρ συντρόφευε τους άντρες
θυμάμαι και το όνομα, τη λέγαν Αλμουδένα.
Την ερωτεύτηκε, λοιπόν, ένας Μεσολογγίτης
Λοστρόμος, μ’ ένα φορτηγό συχνά από κει γυρνούσε
κι η Άλμου χάρηκε πολύ που θα ’φευγε μαζί του
και μες στα προστυχόσπιτα αυτή δε θα γερνούσε.
Απ’ την Αμέρικα αυτός γραμμόφωνο της φέρνει
κι οι δυο μαζί ακούγανε κλαρίνα της πατρίδας
της λιμνοθάλασσας καημούς, του Μπαταριά τραγούδια
κι εκεί πως θα την παντρευτεί της είπε ο Πελοπίδας.
“Δύο ταξίδια έλειψα και ύστερα σε παίρνω
να αγναντεύουμε μαζί την όμορφη Τουρλίδα
να σε ταΐζω αυγό φαριού και χέλι απ’ τα διβάρια”
κι αυτή ορκίστηκε πιστή να ’ναι στον Πελοπίδα.
Όμως δεν ήτανε γραφτό το όνειρο να στρέξει,
στο μπάρκο το επόμενο που ’χε ο καιρός γινάτι
το πλοίο πήγε αύτανδρο έξω από τα Φώκλαντ
και το γραμμόφωνο έμεινε σ’ εκείνη αμανάτι.
Το ’ριξε τότε στο πιοτό, συνέχεια μεθυσμενη
κι αν Έλληνας μέσα στο μπαρ τύχαινε και περνούσε
έβαζε το γραμμόφωνο στη διαπασών να παίζει
κι αντί για ’κείνους, μόνο αυτή, ως το πρωί κερνούσε.
Μία βραδιά σ’ αυτό το μπαρ εμπήκε κι ο μαρκόνης
του Πελοπίδα έφερνε λιγάκι στο αθάρι
δύο μπουκάλια ήπιανε κι όταν ήταν να φύγει
του ’δωσε το γραμμόφωνο μαζί του να το πάρει.
Του είπε στον ωκεανό βαθιά όταν θα φτάσει
να ρίξει το γραμμόφωνο στης θάλασσα το κύμα
κι όλες τις πλάκες που ’χανε του έρωτα τραγούδια
για να γλεντάει η αγάπη της μες στο υγρό το μνήμα.
Μ’ αυτός βάρος δεν έδωσε στα μεθυσμένα λόγια
μαζί του το ’χε συντροφιά στο πλοίο “Portobello”
κι όταν στο “Δήλος” μπάρκαρε κι ήρθε στη Σαλονίκη
το πήρε παραμάσχαλα και μπήκε στο μπορντέλο.
Κι όποτε ερχόταν από δω το βάζαμε να παίζει
κι όταν το άτιμο αλκοόλ στο νου έκανε τούμπες
χορεύαμε χασάπικα, τσάμικα, τσιφτετέλια
και ξημερώναμε με βαλς, ταγκό, τσα-τσα και ρούμπες».
Τώρα έχω το γραμμόφωνο αντίκρυ και καπνίζω
και μέσα απ’ τον πυκνό καπνό φιγούρες αναδεύουν
η Άλμου απ’ τη Βέρα Κρούζ και ο Μεσολογγίτης
ναυάγια, μπαρ και φορτηγά το νου μου τον παιδεύουν।
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου