Τρίτη 29 Μαΐου 2018

ΜΕΛΙ ΟΧΡΙΔΑΣ


Απ’ της Οχρίδας τα βουνά είκοσι οκάδες μέλι
εφοδιάστηκαν εχθές του γκρουπ αυτού τα μέλη.

Κερήθρες αναμίχτηκαν με εκλεκτά καρύδια
και ύστερα αρχίσανε της κλίνης τα παιχνίδια.

Δε μ’ άφησαν να κοιμηθώ τα πέριξ μου δωμάτια
τρίζανε τα πατώματα, στέναζαν τα κρεβάτια.

Γέμισαν οι διάδρομοι απ’ τους πνιχτούς τους ήχους
για κάθε βόλι που ’πεφτε χτυπάγανε τους τοίχους.

Ακούω απ’ την απέναντι του δωματίου πόρτα:
¨αχ τι μου κάνες μάνα μου έλα από πάνω πρώτα¨.

Μία Βεροιώτισσα πιο κει: ¨άντρα μου βάλε χάντρα
μέλι δεν ήτανε αυτό αλλά ανθέων βιάγκρα¨.

Δίπλα μια Θεσσαλονικιά: ¨μπράβο, πασά μου, μπράβο
το μέλι το Οχριδιανό σε έχει κάνει ταύρο¨.

Κάποιον π’  αναρωτιότανε: ¨δικό μου αυτό το πράμα
Όσιε Ναούμ το μέλι σου το έκανε το θαύμα¨.

Θα πείτε ¨εσύ τι έφτιαχνες, το έκανες το άλμα;¨
αφήστε με, και της πληγής μην ξύνετε το τραύμα.

Ενώ οι άλλοι υψώνανε του έρωτα τα ξίφη
η σαύρα μου απ’ τη νάρκη της ουδόλως εδονήθη.

Δίπλα το υποτιμητικό της γυναικός μου βλέμμα,
καλύτερα ας με πάταγε του ελέφαντα το πέλμα.

Κι ο λόγος της σαν κεραυνός: ¨βρε τι αφηρημάδα
αντί για μέλι ψώνισες, άχρηστε, μαρμελάδα;¨.

Έτσι αντί για μια βραδιά να γίνω παλικάρι
όλη τη νύχτα κράταγα στους άλλους το φανάρι.

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

ΕΛΛΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΣΟΥ


Στα γήπεδα άναρθρα η Ελλάς κραυγάζει
στα ριάλιτι αβέρτα κάνει χάζι,
στη Eurovision με sms ψηφίζει
μ’ αν θ’ ακριβύνει το ψωμί δεν την αγγίζει,
λέει: ¨δεν πειράζει τρώω παντεσπάνι
η σκέψη η πολλή καλό δεν κάνει».
Μέσα στο internet  Ελλάδα πλοηγείσαι
όμως στα face news πατρίδα μου αρκείσαι.
Το Viber το έχεις ψωμοτύρι
μα για κουτσομπολιό και μπανιστήρι.
Πίνεις ψηφιακά στο facebook καφεδάκια
και τη ζωή σου την κρεμάς στα μανταλάκια.
Για τους προγόνους σου όλο κομπάζεις
ένα βιβλίο όμως δε διαβάζεις.
Δε συζητάς στα καφενεία μα μαλώνεις
ζητάς το ίσιο που η ίδια το στραβώνεις.
Κι ύστερα τους πολιτικούς τους βρίζεις
μα είσαι φτυστή μ’ εκείνους που ψηφίζεις.
Σαν πλοίο μεσοπέλαγα χωρίς κατάρτι
Ελλάδα απορώ πώς βρίσκεσαι στο χάρτη.

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ


  
Στον ένα ώμο ένα μπογαλάκι
στο στήθος της σφιχτά ένα μωρό
ο άντρας της θαμμένος στο χαντάκι
οι οβίδες γύρω έστησαν χορό.

Μέσα από μέρη δύσβατα πορεία
διαταγές στυγνών διακινητών
μεσάνυχτα σε μία παραλία
κι απέναντι τα φώτα των νησιών.

Σε βάρκα πλαστική πολλοί νομάτοι
ιδρώτας, δυσωδία, αχ και βαχ
με δάκρυα π’ αρμύρισε τ’ αλάτι
εκκλήσεις στο Θεό ή στον Αλλάχ.

Ύστερα κύματα φουρτουνιασμένα
παλεύουν σώματα με το νερό
κι η μάνα να φωνάζει απεγνωσμένα:
¨εμένα αφήστε, σώστε το μωρό¨.

Χωρίς ταυτότητα, θαμπή αχτίδα
μες στα ψυχρά hotspot της προσφυγιάς
χωρίς διεύθυνση, χωρίς πατρίδα
φλύαρες μέρες, νύχτες μοναξιάς.

Μ’ απ’ του μικρού μωρού της την ανάσα
παίρνει κουράγιο, δύναμη πολύ
κι αν η ζωή σ’ εκείνη έπαιξε φάρσα
πρέπει να δώσει ελπίδα στο παιδί.