Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

ΕΦΥΓΕ Ο ΠΑΝΟΣ


Λίγοι οι άνθρωποι οι καλοί στον κόσμο αυτόν τον ψεύτη
με μπέσα, με φιλότιμο και με καρδιά καθρέφτη.

Κι αντί να δίνει η ζωή χρόνια σ’ αυτούς αβάντζο
πρόωρα ο χάρος κι άξαφνα τους παίρνει μ’ έναν γάντζο.

Έτσι και σήμερα άρπαξε τον Πάνο εξαπίνης
έναν απ’ τους καλύτερους λεβέντες της Μπαμπίνης.

Ντόμπρος, με χιούμορ, έξυπνος, λόγια με βάθος, στέρεα
τίποτε γκρίζο επάνω του, ψυχή καθάρια, ακέραια.

Δεν ήτανε τομαριστής, αλλά από τους δότες
στέγη στο Σύλλογο έδωσε για μας τους Μπαμπινιώτες.

Θυμάμαι όταν του μαγαζιού μου  ’δωσε τα κλειδιά του
με προσφοράς χαμόγελο, με όλη την καρδιά του.

Άξια γυναίκα άφησε, παιδιά καλά κι εγγόνια
τώρα χορεύει ζεϊμπεκιές  στου ουρανού τ’ αλώνια.

Στο ξόδι του αφιέρωμα το ταπεινό μου ποίημα,
να ’ναι ελαφρύ σαν πούπουλο το χώμα του στο μνήμα.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ


Για έναν Φώτη θα σας πω, όχι τον παταρίσιο
τον άλλονε, το ναυτικό και μάγκα βαπορίσιο
που λέει πως ¨αναπαπαντάμ¨ κρατάει απ' το Βαρδάρι
που μες στην πιάτσα ως προχτές καυχιόταν με καμάρι:
¨αν θέλετε να ξέρετε, αγαπητοί μ ου φίλοι
το ξεσκουριάζω τακτικά εγώ το καριοφίλι¨.
Μα ο Φώτης παρουσίασε στένωση στην ουρήθρα
το σωληνάκι μάζεψε αμμόλιθους και σκλήθρα.
Και πριν από το στόμιο σφήνωσε μία πέτρα
με πόνο, λες και κι έχει πληγεί από αιχμηρή βουκέντρα.
Πονά και βασανίζεται, τσούζει και βλαστημάει
και σαν στραγάλια, ο φουκαράς, τα χάπια μασουλάει.
Του ’πε ο γιατρός ¨Φωτάκο μου έλα στο χειρουργείο
να σ’ απαλλάξω απ’ το βαρύ της πέτρας το φορτίο¨.
Μα αυτός του λέει ¨στους γιατρούς δεν έχω εμπιστοσύνη
εδώ διακυβεύεται η αντρίκεια αξιοσύνη.
Φοβάμαι το νυστέρι σου μην πάει πολύ σε βάθος
και κόψει της ‟ανύψωσης” το νεύρο κατά λάθος¨.
Όταν του απαγγείλαμε τους στίχους τις προάλλες
είπε: ¨καρντάσια είστε εσείς; Ίσα παλιοκουφάλες¨.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ



ΤΡΙΩΔΙΟ ή ΤΡΙΩΔΥΟ ή ΤΡΙΑΙΔΟΙΟ

Τι είναι οι αποκριές, τι είν’ το καρναβάλι
κι από την αρχαιότητα είναι γιορτή μεγάλη;
Είναι το γλέντι του φαλλού τουτέστιν του αιδοίου
που επισήμως λέγεται γιορτή του Τριωδίου.
Αυτό όμως το τριώδιο πώς πήρε τ’ όνομά του
κι ο κάθε συνεορταστής κουνάει τ’ αχαμνά του;
Όπως γνωρίζουμε ο φαλλός μ’ άλλους δυο συνοδεία
είναι αχώριστη η τριάς, κοινώς λέγονται τρία.
Σαν μπαίνει το Τριώδιο, ο Βάκχος και ο Έρως
ζαλίζουν σώματα και νου ας είσαι νιος ή γέρος.
Για τρεις βδομάδες ο φαλλός εδώ κι εκεί τρυπώνει
κι οι δυο σωματοφύλακες μένουνε πλέον μόνοι.
Είκοσι μέρες κι άλλη μια, περίοδος οργίου,
παράδειγμα είναι λαμπρό, το φεστιβάλ του Ρίου.
Όλα επιτρέπονται σ’ αυτές τις τρεις τις εβδομάδες
πράξεις και λόγια άσεμνα από τους μασκαράδες.
Όσα εκτυλίσσονται λοιπόν, καλά είναι καμωμένα
και μέσα στη σαρακοστή είν’ όλα ξεχασμένα.
Μπαίνει η Δευτέρα η καθαρή, τελειώνει αυτό το πράμα
και ο φαλλός με τ’ άλλα δυο είναι ξανά αντάμα.
Αυτός λοιπόν ο χωρισμός του ενός από τα τρία
έδωσε και το όνομα σ’ αυτήν την ιστορία.
Επίσης και η έκφραση που χρησιμοποιούμε
«τα τρία δύο μου ’κανες» από εκεί αντλούμε.
Κι όποιος αμφισβητεί αυτό που είναι εδώ γραμμένο
επάνω σε αυτούς τους τρεις τον έχω καθισμένο.
2-3-2002

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

ΧΑΘΗΚΕ Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ


Κάποτε είχα ένα φίλο που τον λέγανε Βαγγέλη
ό,τι έλεγα για εκείνον έσταζαν τα χείλη μέλι.
Είχαμε επικοινωνία, τηλεφωνικά, δια ζώσης
συναντιόμασταν στους δρόμους, σε πορείες, διαδηλώσεις
πίναμε τα τσίπουρά μας τακτικά σ’ ένα τραπέζι,
μα ο Βαγγέλης έχει πέσει τώρα μες στο πετιμέζι
χάθηκε από την πιάτσα, έβαλε φραγή στις κλήσεις
mail, facebook, twiter αλλαγμένες διευθύνσεις.
Οι παλιοί σοφοί το λέγαν ¨η γυνή τραβάει καράβι,
ο ποδόγυρος τον άντρα τον ξηλώνει και τον ράβει¨.
Προσπαθώ να τον τρακάρω να του πω ¨ρε συ Βαγγέλη
για μια φούστα έχεις κάνει τη φιλία μας κουρέλι;¨
Κι αφού έγινε το μέλι δηλητήριο στη γλώσσα
δεν θα του τα πω όπως γράφω θα του σούρω, όμως, καμπόσα
προστυχόλογα, βρισίδια· ως εδώ με έχει φέρει
που αν τα πω και δημοσίως θα μου βάλετε πιπέρι.
Α! και ένα τελευταίο, θα του πω ¨βρε Βαγγελάκο
αν στον έρωτα αριστεύεις, στη φιλία πιάνεις πάτο¨.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ

ΔΥΟ  ΣΤΙΧΟΥΡΓΗΜΑΤΑ  ΜΟΥ

ΤΟ ΡΑΔΙΟ

Ένα κουτί, δύο κουμπιά
μια κάθετη βελόνα
κι έγινε ο κόσμος γειτονιά
μέσα σ’ έναν αιώνα.

Κλείσε τα μάτια κι άκουσε
στα μεσαία, στα  FM και στα βραχέα
δες με τα μάτια σφαλιστά
τις εικόνες που σου φέρνει μια κεραία.

Το ράδιο, ερτζιανών
κυμάτων, είναι δέκτης
μα ονειρικών και μαγικών
σκέψεων αναφλέκτης.



ΜΕΡΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ *

Λαλιά μυστήρια ακούστηκε βαθιά μες στο κουτί
θαρρείς πως ήταν ποντικός μ' ανθρώπινη φωνή.
Του γραμμοφώνου έπαιζε εξαίσιες μουσικές,
τραγούδια που τα έλεγαν γνωστοί τραγουδιστές.

Δεν ήτανε μυστήρια, δεν ήταν μαγικά
μα ήτανε τα κύματα που λεν ερτζιανά
και να! το ραδιόφωνο κατέκτησε τη γη
και η ζωή μας έγινε ραδιοφωνική.

ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ

Τα χρόνια εκείνα τα παλιά και ένας θυρωρός
μπορούσε στο μικρόφωνο να στέκεται εμπρός
και μία καθαρίστρια, και ένας κηπουρός
μα σήμερα είναι επάγγελμα: ραδιοπαραγωγός.

Μεσαία, βραχέα κύματα τις πρώτες εποχές
μα τώρα μεταδίδονται στα FM οι εκπομπές.
Ο ήχος με παράσιτα και μονοφωνικός
στις μέρες μας κρυστάλλινος, στερεοφωνικός.

ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ

Πατέρας στην πατρίδα μας ραδιοφωνικός
ο Τσιγγιρίδης μέγιστος, πρωτοποριακός
στη Σαλονίκη έφτιαξε τον πρώτο τον πομπό
που στον αέρα εξέπεμψε το εικοσιοκτώ.

Η εξουσία του 'βαλε πολλές τρικλοποδιές
κατάλαβε τη δύναμη που 'χουν οι εκπομπές
κι έμεινη μόνη η ΕΙΡ ο κρατικός σταθμός
κι αργότερα η ΥΕΝΕΔ ο στρατιωτικός.

ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ

Ραδιοφώνου Άνοιξη, οι ραδιοπειρατές
ελεύθερη η έκφραση και πλήθος μουσικές
¨θα κάνω αφιέρωση, το τάδε το σουξέ
στο αίσθημα, στο πρόσωπο, στο άνθος του μπαξέ.

Μα αν το δρόμο διάπλατα τον άνοιξαν αυτοί
οι ερασιτέχνες που έδωσαν στο ράδιο ψυχή
τους πήραν τις συχνότητες σταθμοί εταιρικοί
πολλοί κατευθυνόμενοι και καθεστωτικοί.

ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ

Το ράδιο είναι σύντροφος στον άνθρωπο πιστός
στο κέφι του, στον πόνο του, στο σκότος και στο φως
ειδήσεις φέρνει ευχάριστες, μαντάτα της χαράς
και άλλοτε δυσάρεστες, ειδήσεις συμφοράς.

Θυμάστε όταν κήρυξαν τον πόλεμο Ιταλοί
η Βέμπο απ' το ράδιο το Ντούτσε προκαλεί
και ύστερα το διάγγελμα: ¨ΕΛΛΗΝΙΚΕ ΛΑΕ
Ναζί μας υποδούλωσαν, κουράγιο καν 'τε βρε¨.

ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ

Τραγούδια πρώτα ελαφρά, μετά και λαϊκά
τα ματς από τα γήπεδα, τα ποδοσφαιρικά
του Καζαντζίδη τη φωνή για τον ξενιτεμό
της χούντας τα εμβατήρια, της Κύπρου τον καημό.

¨ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ¨ και Μεταπολίτευση
και για του Δημοσίου την καταλήστευση
για κρίση, για την ΤΡΟΪΚΑ και για τα δανεικά
για σκάνδαλα, για άνεργους, συσσίτια και λοιπά.

ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ, ΕΔΩ ΡΑΔΙΟ


* οι ΜΕΡΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ γράφτηκαν πάνω σε ουγγρική μελωδία, ύστερα από προτροπή του μουσικού Άρη Γαβριηλίδη, και ηχογραφήθηκε διασκευασμένο με προξάρχον όργανο το μπουζούκι κατά τη διάρκεια του αφιερώματος
¨ΕΜΜΕΤΡΩΣ ΠΛΗΝ ΣΑΦΩΣ¨ Άρης Μπιτσώρης- ένας λαϊκός ποιητής

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΚΛΟΦΟΡΩ


Κυκλοφορώ με το μετρό, με τραμ, λεωφορεία
οι επιβάτες τους σκυφτοί, επικρατεί ησυχία.

Κάποτε άκουγα μωρά να κλαίνε κουρασμένα
τώρα κι αυτά ηρέμησαν σαν ηλικιωμένα.

Δε συζητούν, δε γίνεται καμάκι, κολλητήρι
πάνε εκείνοι οι τσακωμοί, πάει το μπανιστήρι.

Σε άλλους κόσμους χάνονται, σε άλλες διαστάσεις
στα μάτια τους καθρεφτισμοί, στα τζάμια διαθλάσεις.

Δακτυλισμοί που ραμφισμό πουλιού θυμίζουν χτύπο
ήχο μουσούδας του αμνού που τρώει στον κορίτο.

Σε όλες τις διαδρομές παντού ίδιες εικόνες
χαϊδεύουνε και βλέπουνε μικροί, μεγάλοι οθόνες.


Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

ΟΥΤΟΠΙΑ;

Σηκώνω επάνω μου ένα βάρος
τρανής γενιάς που ’χε το θάρρος
του ήλιου να γυρίσει τον τροχό
που πρόβαρε στην πλάτη του φτερά
ζαλώθηκε, όμως, πέτρινο σταυρό
κι ανέβηκε σε ένα Γολγοθά.

Με ανεμόμυλους παλεύω
αφού τ’ αδύνατα γυρεύω
ανίκητη η βλακεία μες στη γη
θαρρείς και πίνει αθάνατο νερό•
στις μάχες όλες έχω ηττηθεί 
μ' ακόμα ψάχνω τον παλιό ντορό.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Ενόχ ο ναυαγός


enoch arden poem  Alfred, Lord Tennyson
ΕΝΟΧ  ΑΡΝΤΕΝ  ένα ποίημα του  Άλφρεντ  Τένυσον

σε δική μου απόδοση, εδώ οι δύο πρώτες στροφές

οι εικόνες είναι του Ηλία Κουτσονικόλα



1
Long lines of cliff breaking have left a chasm;
And in the chasm are foam and yellow sands;
Beyond, red roofs about a narrow wharf
In cluster; then a moulder'd church; and higher
A long street climbs to one tall-tower'd mill;
And high in heaven behind it a gray down
With Danish barrows; and a hazelwood,
By autumn nutters haunted, flourishes
Green in a cuplike hollow of the down. 

2
Here on this beach a hundred years ago,
Three children of three houses, Annie Lee,
The prettiest little damsel in the port,
And Philip Ray the miller's only son,
And Enoch Arden, a rough sailor's lad
Made orphan by a winter shipwreck, play'd
Among the waste and lumber of the shore,
Hard coils of cordage, swarthy fishing-nets,
Anchors of rusty fluke, and boats updrawn,
And built their castles of dissolving sand
To watch them overflow'd, or following up
And flying the white breaker, daily left
The little footprint daily wash'd away. 



1
Σχημάτιζαν μακριές σειρές τα βράχια τα σπασμένα
κι ανάμεσα στα χάσματα άμμος, νερά αφρισμένα.
Κόκκινες στέγες στριμωχτές πίσω απ’ το λιμανάκι
κι ενδιάμεσα ξεχώριζε ένα λιτό εκκλησάκι.
Ψηλότερα ένας μακρύς σκαρφάλωνε δρομάκος
προς ένα μύλο θεόρατο σε ύψος και σε μάκρος.
Λόφος με τάφους Δανικούς πιο πάνω ήταν σπαρμένος
κι ολόγυρα με φουντουκιές ο τόπος δασωμένος.
Εκεί κάθε φθινόπωρο μαζεύονταν μπουλούκια
οι κάτοικοι και μάζευαν τα νόστιμα φουντούκια.

2
Σχεδόν πριν από εκατό χρόνια στην προκυμαία
τρία παιδάκια έκαμαν πολύ στενή παρέα.
Η Άννα Λη του λιμανιού η πιο όμορφη κοπέλα
που στα μαλλιά της έδενε πολύχρωμη κορδέλα,
ο Ενόχ ο Άρντεν, τ’ ορφανό ενός καραβοκύρη
που σε ναυάγιο ο θάνατος τον πήρε μουσαφίρη,
ο άλλος γιος του μυλωνά ο Φίλιππος ο Ρέι•
κι ο τρεις μες στα παλιά σκαριά μπαίναν σαν αρουραίοι
παίζαν κρυφτό μες στα σκοινιά που ’ταν κουλουριασμένα
κι από τις τρύπες πέρναγαν στα δίχτυα τ’ απλωμένα.
Ανέβαιναν σε άγκυρες βαριές και σκουριασμένες,
σε βάρκες που οι βαρκάρηδες έξω είχαν συρμένες.
Ξυπόλυτα στην αμμουδιά αφήνανε τα ίχνη 
κι ερχόταν από πίσω τους το κύμα να τα σβήνει.
















Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

ΘΗΣΕΑΣ

Σύμφωνα με την ύλη του βιβλίου ιστορίας 
της Γ’ Δημοτικού-Από τη Μυθολογία στην Ιστορία, 
έκδοση 2015 του ΥΠΕΠΘ

έμμετρη απόδοση σε 
ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο.

στα εγγόνια μου Βελισσάρη και Φανή


Κάποτε ο ήρως Ηρακλής πέρασε απ’ την Τροιζίνα
όπου τον φιλοξένησε ο βασιλιάς Πιτθέας.
Όταν καθίσαν στο σοφρά να φάνε και να πιούνε
βγάζει ο Ηρακλής τη λεοντή και την αφήνει χάμω.
Μία παρέα από παιδιά τρόμαξαν όταν είδαν
στο πάτωμα τη λεοντή και το ’βαλαν στα πόδια.
Μα ένα επτάχρονο παιδί νομίζοντας πως είναι
ένα λιοντάρι αληθινό άρπαξε ένα τσεκούρι
και το ¨θηρίο¨ άφοβα όρμησε να σκοτώσει.
Ήταν του βασιλιά εγγονός, τον λέγανε Θησέα
που ’χε την Αίθρα μάνα του και τον Αιγέα πατέρα.
Ο βασιλιάς των Αθηνών ο ξακουστός Αιγέας
απ’  το μαντείο των Δελφών, που κάποτε είχε πάει
στο δρόμο της επιστροφής πέρασε απ’ την Τροιζίνα.
Εκεί την κόρη αγάπησε του βασιλιά Πιτθέα
την Αίθρα, κι απ’ αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας.
Κι ενώ στο γιο τους έγκυος ήταν ακόμα η Αίθρα
ο Αιγέας αναχώρησε γυρνώντας στην Αθήνα
διότι τον καλούσανε του θρόνου υποχρεώσεις.
Πριν φύγει, όμως, έκρυψε κάτω από ένα βράχο
–που έστεκε θεόρατος πλάι στο ναό του Δία-
το πλουμιστό του το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια.
Και είπε στη γυναίκα του: ¨αγόρι αν θα γεννήσεις
κι όταν τρανέψει και μπορεί το βράχο να σηκώσει
με το σπαθί μου να ζωστεί, να βάλει τα σανδάλια,
σ’ ένα καράβι ν’ ανεβεί κα να ’ρθει στην Αθήνα.
Το βράχο η Αίθρα του ’δειξε σαν ήρθε εκείνη η ώρα.
Τον σήκωσε και φόρεσε τα δώρα του πατέρα,
για την Αθήνα τράβηξε, όχι δια θαλάσσης
μα απ’ τον επικίνδυνο το στεριανό το δρόμο
που δρούσανε κακοποιοί, ληστές κι άγρια ζώα
που φοβερίζαν, λήστευαν και σκότωναν ανθρώπους.
Απ’ την Τροιζίνα φεύγοντας και μέχρι την Αθήνα
έκανε κατορθώματα πάρα πολλά ο Θησέας.
Έξω απ’ την Επίδαυρο βρήκε τον Περιφήτη
ληστή που μ’ ένα ρόπαλο μεγάλο, σιδερένιο
σκότωνε τους περαστικούς προτού να τους ληστέψει.
Μαζί του πάλεψε ο Θησεύς, μάχη σώμα με σώμα,
του άρπαξε το ρόπαλο, του ’σπασε το κεφάλι
και άφησε το πτώμα του τροφή για τα κοράκια.
Κατόπι όταν στον Ισθμό έφτασε της Κορίνθου
σκότωσε άλλο ένα φονιά, τον φοβερό τον Σίνη
που λύγιζε τις κορυφές δύο μεγάλων πεύκων
κι από τα πόδια έδενε πάνω τους τούς διαβάτες•
μετά τ’ άφηνε ελεύθερα τα λυγισμένα δέντρα
και στη στιγμή οι άνθρωποι γίνονταν δυο κομμάτια.
Όμως, άλλο κατόρθωμα έκανε παραπέρα
κομμάτιασε και τη Φαιά, μια άγρια γουρούνα
που τους κατοίκους των χωριών κατατρομοκρατούσε.
Συνέχισε και έφτασε στις Σκιρωνίδες πέτρες,
ήτανε πέρασμα στενό κι εκεί είχε λημέρι
ο τρομερός ο Σκίρωνας• εκείνος αφού πρώτα
λήστευε τους περαστικούς, ύστερα τους ζητούσε
τα πόδια να του πλύνουνε, κι όταν εκείνοι σκύβαν
με μία δυνατή κλωτσιά τους γκρέμιζε στα βράχια
και τα κορμιά τους τ’ άψυχα στη θάλασσα κυλούσαν
όπου τα καταβρόχθιζε τεράστια χελώνα.
Πάλεψε με τον Σκίρωνα, πολύ σκληρά ο Θησέας,
τον νίκησε στη θάλασσα στο τέλος ρίχνοντάς τον,
αυτό το μέρος σήμερα Σκάλα Κακιά το λένε.
Πιο πέρα άλλο ένα ληστή, σκότωσε, τον Προκρούστη
άπλωνε τους περαστικούς πάνω σ’ ένα κρεβάτι
κι αν κάποιος ήταν πιο μακρύς του έκοβε τα πόδια
κι αν πιο κοντός τα τράβαγε ώσπου να ξεκολλήσουν.
Στη σιδερένια κλίνη του τον ξάπλωσε ο Θησέας
και αφού ήταν πιο μακρύς του ’κοψε το κεφάλι.
Αφού ο Θησεύς καθάρισε το δρόμο απ’ τους κινδύνους
η φήμη του ξαπλώθηκε διότι δίχως φόβο
οι άνθρωποι μπορούσανε πλέον να ταξιδεύουν.
Κατάκοπος μα ευτυχής έφτασε στην Αθήνα•
ο Αιγέας που είδε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια
τον γνώρισε, τον έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά του.
Μα η Αθήνα ήτανε μια πόλη λυπημένη
γιατί σε έναν πόλεμο που είχε με τους Κρήτες
νικήθηκε, κι ο Μίνωας ο βασιλιάς της Κρήτης
στους Αθηναίους φόρο βαρύ τους είχε επιβάλει:
εφτά αγόρια και εφτά  κορίτσια να του στέλνουν
κάθε χρονιά για να τα τρώει το σαρκοφάγο τέρας
ο τρομερός Μινώταυρος που ζούσε στο παλάτι
κάτω, μες στο Λαβύρινθο, το σκοτεινό υπόγειο
που ο Δαίδαλος παλιότερα είχε κατασκευάσει
και είχε χίλιες κάμαρες και χίλιους διαδρόμους
κι αδύνατο όποιος έμπαινε να βγει και πάλι έξω.
Τότε, λοιπόν, που έφτασε στην πόλη ο Θησέας
οι Αθηναίοι ετοίμαζαν να στείλουν τα παιδιά τους
στην Κρήτη, και ακούγονταν κλάματα και κατάρες.
Το ιστιοφόρο φόρτωναν με τρόφιμα οι ναύτες,
όμως το πλοίο είχε πανιά αντί  για άσπρα μαύρα.
Τότε είπε ο ήρωας: ¨πατέρα μου Αιγέα,
στείλε έξι αγόρια σήμερα και έβδομο εμένα
να μπω μες στον Λαβύρινθο τον ταύρο να σκοτώσω
να απαλλαχτεί η Αθήνα μας απ’ το βαρύ το φόρο¨ .
Με τα πολλά συμφώνησε ο Αιγέας μα του είπε:
¨άμα νικήσεις το θεριό θα σε παρακαλέσω
στο γυρισμό άσπρα πανιά να βάλεις στο καράβι¨.
Όταν στη Κρήτη έφτασε το πλοίο με τους νέους
και στο παλάτι μπήκανε, γνώρισε ο Θησέας
του βασιλιά του Μίνωα, την κόρη του Αριάδνη.
Η κοπελιά θαμπώθηκε από την ομορφιά του
και το Θησέα θέλησε αυτή να τον βοηθήσει.
Γι’ αυτό πριν στο Λαβύρινθο μέσα να μπει ο Θησέας
κρυφά ένα μίτο του ’δωσε μαζί του να τον πάρει
ένα κουβάρι δηλαδή που μπόλικο είχε νήμα.
Μπήκε ο Θησέας θαρρετά, ξετύλιγε το σπάγκο
ψάχνοντας το Μινώταυρο στους σκοτεινούς θαλάμους
ώσπου εντέλει άκουσε το άγριο μουγκρητό του.
Όταν συναντηθήκανε παλέψανε με λύσσα•
κάποια στιγμή κουράστηκε το φοβερό το τέρας,
τότε το πατρικό σπαθί τράβηξε ο Θησέας
κάρφωσε το Μινώταυρο που έπεσε στο χώμα.
Βγήκε απ’ το Λαβύρινθο μαζεύοντας το νήμα
και το θηρίο το νεκρό το ’συρε μέχρι έξω.
Στην είσοδο είχαν μαζευτεί οι νέοι της Αθήνας
που τον υποδεχτήκανε με της χαράς τα δάκρυα.
Το ίδιο βράδυ όλοι τους μπήκαν κρυφά στο πλοίο
κι αμέσως άνοιξαν πανιά κι έφυγαν απ’ την Κρήτη
μαζί τους, όμως, είχανε τώρα την Αριάδνη.
Πρωτύτερα, στου Μίνωα τα πλοία ανοίξαν τρύπες
ώστε αυτά να μην μπορούν να τους ακολουθήσουν.
Ταξίδευαν χαρούμενοι και φτάσανε στη Νάξο•
λιγάκι να ξεκουραστούν, βγήκαν στην παραλία.
Τότε ο θεός Διόνυσος έτυχε να περάσει,
θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά που ’χε η Αριάδνη
την πήρε να την παντρευτεί κι άφησε το Θησέα
απ’ τη μεγάλη τη χαρά στη μαύρη στεναχώρια.
Συνέχισε το δρόμο του το πλοίο για Αθήνα
μα με τα μαύρα τα πανιά επάνω στα κατάρτια,
κανένας δε θυμήθηκε να τα αλλάξουν με άσπρα.
Ο Αιγέας εντωμεταξύ στεκότανε στο Σούνιο
κι αγνάντευε τη θάλασσα γεμάτος αγωνία
ελπίζοντας κάποια στιγμή να έρθει το καράβι.
Όταν εκείνο φάνηκε με τα πανιά τα μαύρα
από τη στεναχώρια του έπεσε απ’ το βράχο
και κύλισε στη θάλασσα, και κύματα αφρισμένα
πότε ψηλά τον σήκωναν και πότε τον βουτούσαν,
πνιγμένο τον ταξίδευαν στη μέση του πελάγου.
Γι’ αυτό και ονομάστηκε το πέλαγος Αιγαίο.
Μετά απ’ αυτόν τον άδικο θάνατο του Αιγέα
στέφτηκε πλέον βασιλιάς στη θέση του ο Θησέας.
Αργότερα γυναίκα του παντρεύτηκε τη Φαίδρα
που αδερφή μικρότερη ήταν της Αριάδνης.
Βασίλεψε με σύνεση και με δικαιοσύνη.
Μετά από χρόνια έκανε ένα μακρύ ταξίδι.
Κατά την απουσία του, όμως, οι αντίπαλοί του
κατέλαβαν τα ανάκτορα  κι άλλαξαν βασιλέα.
Τότε ο Θησέας έφυγε απογοητευμένος
στη Σκύρο την υπόλοιπη ζωή του να τη ζήσει
στα κτήματα που του άφησε κληρονομιά ο Αιγέας.
Στη νήσο Σκύρο βασιλιάς ήταν ο Λυκομήδης
που προθυμοποιήθηκε, προσποιούμενος το φίλο,
τα πατρικά τα κτήματα να δείξει στο Θησέα.
Μα εκεί που περπατούσανε τον έσπρωξε εκείνος
και ο Θησέας σκοτώθηκε σ’ ενός γκρεμού τα βράχια.
Εκεί θάφτηκε ο ήρωας, μα ύστερα από χρόνια
οι Αθηναίοι μετέφεραν τα οστά του στην Αθήνα.