Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Ξορκίζοντας ¨ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ¨

Ο Γιώργος Χαλβατζόγλου και ο Άρης Μπιτσώρης μέλη της παρέας Jordanistas που συχνάζει κάθε σαββατιάτικο πρωινό στο πατάρι του ¨ΕΥΟΙ ΕΥΑΝ¨ στη Θεσσαλονίκη, αποπειράθηκαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, να αποδώσουν στα ελληνικά ¨ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ¨  του Edgar Allan Poe.
Ο Γιώργος είναι βαθύς γνώστης της αγγλικής και ταυτόχρονα χειρίζεται άριστα την ελληνική γλώσσα, όμως,  για να μεταφράσεις το ¨ΚΟΡΑΚΙ¨ με τέτοιο τρόπο ώστε η μετάφραση να είναι πιστή και ταυτόχρονα ελκυστική  χρειάζεται και κάτι παραπάνω, πρέπει να διαθέτεις  λογοτεχνική στόφα, ίσως να είσαι και ο ίδιος ποιητής, γιατί, όπως πολλοί ισχυρίζονται, ένα μεταφρασμένο ποίημα είναι ένα καινούργιο έργο.
Ο Άρης με στίχο δεκαπεντασύλλαβο και ομοιοκατάληκτο προσπάθησε -σε έμμετρη ελεύθερη διασκευή- να ¨ξορκίσει¨ το ΚΟΡΑΚΙ, αποδίδοντάς το σε φόρμα που είναι οικεία στο ευρύτερο κοινό.
Σήμερα παρουσιάζονται οι δύο από τις δεκαοκτώ στροφές του πλέον μεταφρασμένου ποιήματος παγκοσμίως.

Η εικόνα που κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον άλλο μήνα, είναι του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Ηλία Κουτσούκου, επίσης μέλους του Παταριού.



Μια νύχτα μελαγχολική που ήταν και η ώρα περασμένη
τη σκέψη μου απασχόλησε γνώση παλιά, παράξενη, απολησμονημένη.
Έτσι αποκαμωμένος με γερμένο το κεφάλι σχεδόν 
μισοκοιμισμένος χτύπο ανάλαφρο άκουσα ξαφνικά
όπως όταν κάποιος την πόρτα μου χτυπά διακριτικά.
¨Θα ’ναι επισκέπτης που την πόρτα μου χτυπά¨ μουρμούρισα.
Μονάχα αυτό, τίποτε άλλο.


Α! πολύ καλά θυμάμαι, ήταν κρύος κι άχαρος Δεκέμβρης
κι όπως τα κάρβουνα μεσ’ τη φωτιά σιγοσβήναν ένα ένα
λες και γινόταν φάντασμα στο πάτωμα η λάμψη τους ολοένα, 
ολόψυχα ποθούσα το ξημέρωμα να ’ρθεί
και μάταια προσπάθησα να πάρω απ’ τα βιβλία αυτό
που θα μου έδιναν και θα έβαζε στη θλίψη μου τελεία,
θλίψη για τη Λενώρ τη χαμένη κόρη δυσεύρετη και 
λαμπροφορεμένη που οι άγγελοι τη φώναζαν Λενώρ.
Εδώ δεν έχει πια όνομα για πάντα.
Γιώργος Χαλβατζόγλου





Μία φορά, αργά πολύ, κοντά στο μεσονύχτι
που ’χε, το μελαγχολικό, ρίξει, η βραδιά, το δίχτυ
ένα βιβλίο σπάνιο στα χέρια μου κρατούσα
γνώσεις παλιές, αλλόκοτες, άγνωστες μελετούσα.
Κι ως ήμουνα κατάκοπος και μισοκοιμισμένος
ριγμένος σ’ έναν καναπέ σε σκέψεις βυθισμένος
ξάφνου μου εφάνη, υπόκωφο, πως άκουσα ένα κρότο
χτύπο απαλό, διακριτικό στης πόρτας μου το ρόπτρο.
Και σκέφτηκα όπως σκέφτεται τέτοιων θορύβων δέκτης
μουρμούρισα από μέσα μου: ¨θα είναι επισκέπτης¨.

Αυτό μόνο μουρμούρισα, αυτό και τίποτε άλλο.

Δριμύς Δεκέμβρης, θλιβερός, δε με απατά η μνήμη
και στη φωτιά τα κάρβουνα ελάχιστα είχαν μείνει
κι η φλόγα που τρεμόπαιζε σκιές μετακινούσε
κι η αιθάλη στα πατώματα φαντάσματα ξυπνούσε.
Να έρθει το ξημέρωμα διακαώς ποθούσα
και μάταια στα βιβλία μου να βρω αναζητούσα
κάτι που θα μου έδιωχνε τη λύπη αυτήν την ώρα
τη θλίψη για την πρόωρα χαμένη τη Λενώρα.
Σπάνια κόρη, έμφορτη της ομορφιάς τα δώρα
που ακόμα και οι Άγγελοι τη φώναζαν Λενώρα.

Μα εδώ στη γη δε θ’ ακουστεί αυτό το όνομα άλλο.

Άρης Μπιτσώρης