Προ ημερών ο
φίλος μου, ο δάσκαλος Θανάσης Αργύρης από το Καραϊσκάκη, ο οποίος διαθέτει
φοβερή μνήμη, μου απήγγειλε ένα ποίημα σε λόγια μορφή το οποίο άκουσε πριν 45
χρόνια πριν από έναν ογδοντάχρονο, γεννημένο περίπου το 1900. Εκείνος το είχε
μάθει από το δάσκαλό του στο Δημοτικό Σχολείο.
Ο γέροντας
φοίτησε στο δημοτικό σχολείο την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Πιθανόν ο πρώτος του δάσκαλος να ήταν ο Απόστολος Χαραλάμπους ο οποίος
υπηρετούσε προηγουμένως στον Πρόδρομο. Στο Δραγαμέστο (Καραϊσκάκη) ο Α.
Χαραλάμπους υπηρέτησε τις σχολικές χρονιές 1906-1907 και 1907-1908. Το
1908-1909 επανήλθε στον Πρόδρομο.
Σύμφωνα με τα
στοιχεία που άντλησα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ Μεσολογγίου) το σχολείο
του Δραγαμέστου όπως και του Βασιλόπουλου από το 1906 είχαν υποβιβαστεί σε
κοινά (λόγω μικρού αριθμού μαθητών). Τα δύο σχολεία συνενώθηκαν σχηματίζοντας
το Πλήρες Δημοτικό Σχολείο Δραγαμέστου-Βασιλόπουλου σύμφωνα με το Β.Δ.
18-6-1908, ΦΕΚ 162/20-6-1908, υπουργικό Διάταγμα 9752/26-6-1908.
Δημιουργήθηκε δηλαδή ¨πλήρες
μονοτάξιον μεταβατικόν εναλλάξ κατ’ έτος εν Δραγαμέστω και Βασιλοπούλω¨.
Το κοινό σχολείο
άρχισε να λειτουργεί το σχολικό έτος 1908-1909 με δάσκαλο τον Δημήτριο
Παπαλεξίου που προηγουμένως υπηρετούσε στη Ζαβέρδα(σήμερα Πάλαιρος).
Ο Δ. Παπαλεξίου
πρέπει να ήταν ο δεύτερος δάσκαλος στον οποίο φοίτησε ο γέροντας.
Το ποίημα, λοιπόν,
που φέρει τον τίτλο ¨Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ¨
- το οποίο τον 19ο αιώνα ήταν πιο γνωστό με τον τίτλο ¨Γιατί ο
θάνατος είναι κωφός;¨- το έμαθε ο γέροντας από έναν από τους παραπάνω
δύο δασκάλους.
Αλλά ας εστιάσουμε τώρα στο ποίημα.
Διενεργώντας μια έρευνα βρήκα ότι το ποίημα είναι δημιουργία του ποιητή του 19ου
αιώνα Ιωάννη Καρασούτσα, ο οποίος φαίνεται πως εμπνεύστηκε από μία παραλλαγή
ενός λαϊκού ιστορήματος με τίτλο “Γιατί ο Χάρος είναι κουφός”.
Παραθέτω δύο
παραλλαγές του ιστορήματος. Η πρώτη από το χωριό Γέρμας οικισμό της Περιφερειακής
Ενότητας Καστοριάς στη Μακεδονία. Διοικητικά ανήκει στη Δημοτική Ενότητα
Ίωνος Δραγούμη του Δήμου Άργους
Ορεστικού. Το
χωριό Γέρμας πήρε το όνομά του από τον Μακεδονομάχο Νικόλαο Τσοτάκο, ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Καπετάν Γέρμας, λόγω της καταγωγής του από
τη Γέρμα Λακωνίας.
Ο
Θεός έστειλε κάποτε το Χάρο να πάρει την ψυχή ενός άνδρα που ήταν βαριά
άρρωστος. Πράγματι, ο Χάρος πήγε στο σπίτι του άρρωστου, είδε τη νεαρή γυναίκα
και τα μικρά παιδιά του να κλαίνε και να οδύρονται, άκουσε τους λυπητερούς
θρήνους τους, συγκλονίστηκε απ’ τα σπαρακτικά μοιρολόγια τους και γι’ αυτό δεν
του πήρε την ψυχή και τον άφησε να ζήσει. Αμέσως μετά επέστρεψε στο Θεό “με
άδεια χέρια” και δικαιολογήθηκε λέγοντας, πως δεν αφαίρεσε την ψυχή του
άρρωστου άνδρα, επειδή συγκινήθηκε πολύ από τα γοερά κλάματα της νεαρής
γυναίκας και των μικρών παιδιών του. Όταν ο Θεός άκουσε αυτήν την παράλογη
δικαιολογία του Χάρου οργίστηκε πολύ τον χτύπησε με την παλάμη Του στα δυο
αυτιά και τον κούφανε εντελώς. Από τότε ο Χάρος παίρνει χωρίς δισταγμό τις
ψυχές των ανθρώπων, επειδή είναι τελείως κουφός και δεν ακούει τους γοερούς
θρήνους και τα παρακάλια των συγγενών τους. Πηγή: fouit.gr 7-2-2019, ιστοσελίδα της Καστοριάς.
Η
δεύτερη παραλλαγή αλιεύτηκε από την ιστοσελίδα Βλάχοι.net
5-6-2015
Ερώτηση: Δεν είναι άδικο
αυτό που κάνει ο Χάρος, δηλαδή να παίρνει τους ανθρώπους χωρίς σειρά και
διακρίσεις;
Απάντηση: Θέλησε μια φορά να το κάνει αλλιώς, αλλά για δες την
τιμωρία τ' από τον θεό.
«Μια φορά ο θεός έστειλε τον χάρο να πάρει την ψυχή της νύφης μιας οικογένειας.
Σαν πήγε στο σπίτι άρχισαν τα μικρά της να κλαίνε και γι' αυτό η πεθερά της τον
παρακάλεσε να πάρει αυτήν για να μην αφήσει η νύφη ορφάνια.
Ο Χάρος την άκουσε και πείρε την ψυχή της. Όταν πήγε στον Θεό τον ρώτησε γιατί
δεν έφερε την νύφη. Αυτός έκατσε και του τα είπε. Τότε ο θεός τον καταράστηκε
και έβγαλε αμέσως φτερά στα μάτια για να μην βλέπει και στα αυτιά για να μην
ακούει.
Και από τότε ο Χάρος έγινε κουφός και γκαβός και γι' αυτό τους παίρνει χωρίς
αράδα και χωρίς διακρίσεις όπως είχε πει και είχε γράψει ο Θεός.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ του Ιωάννη Καρασούτσα 1824-1873
Έλληνας ποιητής και μεταφραστής, από τους αξιολογότερους εκπροσώπους της Α’
Αθηναϊκής Σχολής κι ένας από τους «ιδανικούς αυτόχειρες» της ελληνικής
λογοτεχνίας.
Καίτοι έγραψε σε αυστηρή καθαρεύουσα (εκτός από το ποίημα «Το Φθινόπωρον»),
το πηγαίο αίσθημά του και η λυρικότητα της ποίησής του τον ξεχωρίζουν μεταξύ
των ομοτέχνων του.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 9 Ιουλίου 1824, αλλά μεγάλωσε στη Σύρο, όπου ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες
σπουδές του στην Ερμούπολη. Εκεί έμαθε και ξένες γλώσσες και ιδιαίτερα τη
γαλλική, την οποία και δίδαξε αργότερα ως καθηγητής στο Ναύπλιο, στην Αθήνα,
στη Χαλκίδα και τον Πειραιά
Ο Καρασούτσας απολύθηκε από τη
θέση του καθηγητή της γαλλικής, άγνωστο πότε και για ποιο λόγο. Ωστόσο, ο
ίδιος, στην Ωδή εις την δεκάτη Οκτωβρίου 1862, καταφερόταν κατά της
κυβέρνησης του βασιλιά Όθωνα γιατί τον είχε παύσει από τη δημόσια υπηρεσία (Παράσχος,
1931: 1240). Μη έχοντας άλλους πόρους ούτε περιουσία βρέθηκε σε μεγάλη ένδεια.
Από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των πολιτικών συντάξεων του είχε αναγνωριστεί
μηνιαία σύνταξη 65 δραχμών, η οποία αναλογούσε στο ¼ των αποδοχών που λάμβανε
ως ενεργός υπάλληλος και ήταν ανεπαρκέστατη να τον συντηρήσει. Τότε, έκανε νέα
αίτηση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στην οποία επισύναψε βεβαιώσεις γιατρών που
πιστοποιούσαν ότι έπασχε από χρόνια ημικρανία με αϋπνίες λόγω της απασχόλησης
στην υπηρεσία. Η αίτηση απορρίφθηκε γιατί «εστερείτο της προσηκούσης
αποδεικτικής ισχύος». Οι πολλαπλές στερήσεις, η συνείδηση της αποτυχίας, η
μοναξιά και η θλίψη δεν άργησαν να τον οδηγήσουν στην τραγική απόφαση. Στις 20
Μαρτίου 1873, «σε μια στιγμή τραγικής αλλοφροσύνης», ο Καρασούτσας αυτοκτόνησε.
Ο ποιητής Ιωάννης Καρασούτσας
έχει γράψει αρκετά έργα, μερικά από τα οποία είναι: η "Λύρα" (1837),
η "Μούσα θηλάζουσα" (1841), οι "Εωθιναί μελωδίαι" (1846), ο
"Μισοτύραννος ή μελέτη ποιητική περί τυραννίας" (1847), το
"Ποιητικόν απάνθισμα" (1849), η "Βάρβιτος" (1860), οι
"Ποιήσεις" (1867) και η "Κλεονίκη" (1868).
Η γνώση της γαλλικής τού επέτρεψε
να γράψει ποιήματα στα γαλλικά (ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η «Απόκρισις προς
τον ποιητήν Λαμαρτίνον, συγγραφέα τουρκικής ιστορίας» 1856), να μεταφράσει την
«Παναγία των Παρισίων» του Βίκτωρος Ουγκό (1867), τη «Λίμνη» του Λαμαρτίνου»,
αποσπάσματα από την «Εσθήρ» του Ρακίνα και να συντάξει σχολικά εγχειρίδια της
Γαλλικής για τη Μέσα Εκπαίδευση.
Επίσης, από την αγγλική μετάφρασε
το μυθιστόρημα της αμερικανίδας Χάριετ Μπίτσερ Στόου «Η καλύβη του Θωμά ή ο
βίος των Μαύρων εν Αμερική» (γνωστό αργότερα ως «Η Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά»),
αποσπάσματα από ποίημα του Λόρδου Βύρωνα «Ο
Ακροκόρινθος» κ.ά.
Πηγές: Wikipedia. ιστοσελίδα Σαν Σήμερα
.gr (https://www.sansimera.gr › biographies) και πληροφορίες από την
Μαριάνθη Μπέλα στην ιστοσελίδα https://criticeduc.blogspot.
Το ποίημα ¨Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ¨ περιέχεται στην ποιητική συλλογή του 1868 ¨Η ΚΛΕΟΝΙΚΗ ¨
Παρακάτω
αποδίδω το ποίημα στη νεοελληνική γλώσσα
Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Στο
θάνατο, το λυτρωτή του ανθρώπινου του πόνου
του ’πε
μια μέρα ο Θεός ¨παρ’ το ζεμπίλι επ’ ώμου,
πήγαινε
γρήγορα στη γη με τ’ ουρανού το άτι
είναι
ένας γεωργός βαριά άρρωστος στο κρεβάτι.
Τον
άμοιρο απ’ τα βάσανα τράβα απάλλαξέ τον
σε τόπο
αναπαύσεως, εδώ, ανέβασέ τον¨.
Σαν
κουκουβάγια πέταξε ο θάνατος κοντά του
στενή η
καλύβα, φτωχική, δίπλωσε τα φτερά του.
Κλάματα,
γόοι, οδυρμοί, ανείπωτη οδύνη
έτριζε η
καλαμοσκεπή, σειότανε η κλίνη
Πέντ’
έξι ανήλικα ορφανά ήδη από μητέρα
για τον
ετοιμοθάνατο θρηνούσανε πατέρα.
Κραυγάζανε
¨πατέρα μας που μας αφήνεις μόνα
σαν
σπουργιτάκια αδύνατα στη μέση του χειμώνα;¨
Πρώτη
φορά ο θάνατος κλονίστηκε κι εστάθη
λυπήθηκε
τα άμοιρα, δεν έβγαλε τη σπάθη,
και
άπραγος επέστρεψε πίσω στο αφεντικό του
φοβούμενος
ταυτόχρονα τον άμετρο θυμό του.
Στάθηκε
άφωνος μπροστά στου ουρανού την Πύλη
-¨Γιατί
ήρθες πίσω θάνατε με άδειο το ζεμπίλι;¨
-¨Σκέφτομαι
αυτά τα ορφανά πλέον ποιος θα φροντίσει
ο
στοργικός πατέρας τους όταν αποδημήσει;¨
¨Τρέξε¨
είπε ο Άναρχος, ο Άρχων, ¨πάλι κάτω
και φέρε
ένα βότσαλο, απ’ τον θαλάσσιο πάτο¨.
Κι
εκείνος απ’ τον ουρανό στο πέλαγος βουτάει
σαν
δύτης φτάνει στο βυθό, τα βότσαλο
κοιτάει.
Παίρνει
στην τύχη ένα απ’ αυτά, βγαίνει στην επιφάνεια
με
φοβερή ταχύτητα πηγαίνει στα ουράνια.
-¨Σπάσε
την πέτρα που κρατάς¨, την κάνει δυο κομμάτια,
βγαίνει
σκουλήκι ζωντανό με ζωηρά τα μάτια.
Ξέσπασε
ο Παντοδύναμος, με τον θυμό του όλο
φώναξε,
ταρακούνησε του ουρανού το θόλο.
-¨Ποιος
βρε ανόητε θάνατε σε αβυσσαλέα μήκη
δίνει
ζωή, δίνει πνοή σε τόσο δα σκουλήκι;
Ποιος
σαν εμένα μεριμνά για όλα τα έμβια όντα
γνωρίζει
για τα μέλλοντα, πρότερα και παρόντα;
Ποιος
θάνατε τρισάθλιε καλύτερά μου ξέρει
πότε θα
δώσει τη ζωή ή θάνατο θα φέρει;¨
Και σήκωσε το σκήπτρο του, που δεξιά του εκράτη,
κι ο
θάνατος εισέπραξε πλήγμα βαρύ στην πλάτη.
Αστροπελέκι
θύμισε η θεϊκή οργή του
το θύμα
όμως έχασε πλέον την ακοή του.
Και δεν
ακούει έκτοτε κλάματα παρακλήσεις
έτσι και
έρθει, πάραυτα πρέπει να αποδημήσεις.
Υ.Γ.
Ποιο είναι,
λοιπόν, το δίδαγμα σ’ αυτή την ιστορία∙
ότι είναι
αλάνθαστη η ουράνια εξουσία
κι ούτε να
διανοηθείς σκέψη να διατυπώσεις
ατέλειες δεν
υπάρχουνε να δέχονται διορθώσεις.
Και δεν αρκείται
ο Πάνσοφος μόνο στις επιπλήξεις
κουφός, στραβός,
ανάπηρος μπορεί να καταλήξεις.
Όμως το Θείο
¨αλάνθαστο¨ κατήλθε και επιγείως
και οι δεσποτείες
διοίκησαν λίαν επιτηδείως.
¨Μη
δυσανασχετείς ραγιά, ποιος είσαι συλλογίσου
την κάθε αρχή να
σέβεσαι, στην προσευχή ασκήσου**¨.
Όντως η εξουσία
εκεί πατούσε ή και πατάει;
Ελέω Θεού
κυβέρνησε ή ακόμα κυβερνάει;
(**) Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ .
Δωρόθεος:
Εκκλησία και
κοσμικές εξουσίες ¨Να σεβόμαστε την
αρχή, κρατική ή εκκλησιαστική, και να προσευχόμαστε για αυτήν στον Θεό, ο
οποίος για εμάς είναι η ύψιστη αρχή της ζωής μας¨.
Πηγή: ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ https://agiazoni.gr ›
sound-post › εκκλησία και κοσμικές εξουσίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου