Μια τράπεζα
στον τόπο μας έψαχνα απεγνωσμένα
μα βρήκα
πόρτες σφαλιστές, ρολά κατεβασμένα.
Προσπάθησα στο
ΑΤΜ να πάρω ένα εικοσάρι
και βγήκε ένα
μήνυμα: ¨στέγνωσε το παγκάρι¨.
Στο πρακτορείο
ύστερα πήγα για εφημερίδα
όμως, αντί για
έντυπα, άδεια τα ράφια είδα.
Πήρα λοιπόν
των ομματιών και πήγα στη Λευκάδα
οι τράπεζες
και τα ΑΤΜ καμιά δεκαπεντάδα.
Οι εφημερίδες
ήτανε στα πεζοδρόμια χύμα
έκανα μία σύγκριση
και σκέφτηκα ¨τι κρίμα¨.
Είδα γαλάζιες
θάλασσες κι άπειρα ιστιοφόρα
χωρίς
σκουπίδια οι δρόμοι τους και άστραφτε η Χώρα.
Πέρασα πάλι
απέναντι για να κατηφορίσω
κι όσο πιο
κάτω πήγαινα, πώς ήθελα να βρίσω.
Κι έρχονται τα
χειρότερα, τα προσχεδιασμένα
(χωρίς εμάς),
τα δύστοπα, πιο υποβαθμισμένα.
Θάλασσα, γη σε εκποίηση, ¨δώσε κι εμένα μπάρμπα¨∙
στάθηκα να συλλογιστώ,
μες στο μυαλό μου κράμπα.
Τι παίχτηκε, πού
φταίξαμε, τι ερμηνεία να δώσω;
Κι αυθόρμητα
τη μούρη μου έσπευσα να μουντζώσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου