Όταν τα καπνοχώραφα
ήτανε στα ντουζένια
οι γεωργοί για πότισμα
είχαν μεγάλη έγνοια.
Φτιάξανε λούτσες, της βροχής
το ύδωρ να μαζεύουν
κι ύστερα τα χωράφια τους
στοιχειωδώς ν’ αρδεύουν.
Τώρα που χέρσεψε η γη
κι οι γεωργοί φευγάτοι
οι λούτσες μέσα στους αγρούς
μείνανε αμανάτι.
Είναι γεμάτες με νερό,
τοπίο ελώδες μοιάζει
και τα κουνούπια στα αυτιά
μας τραγουδούν με νάζι.
Εμείς αυτά τα έντομα
δεν τα ’χαμε γνωρίσει∙
δεν είχα ακούσει στο χωριό
κάποιον να ’χαν τσιμπήσει.
Μα τώρα τα τσιμπήματα
δεν είναι τόσο αθώα
γιατί απ’ το Νείλο ήρθανε
και άλλα τέτοια ζώα.
Που μεταφέρουν τον ιό
του Δυτικού του Νείλου
και κάποιοι απ’ όσους νόσησαν
¨τέθηκαν¨ επί ξύλου.
Να ξέρετε ότι η λοίμωξη
δεν παίρνει θεραπεία
και εμβόλιο δεν έβγαλε
καμία εταιρία.
Τρία είναι τα φάρμακα
γι’ αυτή την ιστορία
ώστε η μολυσματική
να εξαλειφθεί εστία.
Ή κάθε λούτσα να κλειστεί
ή το νερό να αδειάσει
-που ’ναι κομμάτι ασύμφορο
κι ανέφικτο στην πράξη-
ή, τρίτον, που ’ναι τελικά
η μόνη μας ελπίδα
να ανοίξει πάλι εξαρχής
του αγρότη η μερίδα.
Ν’ αρχίσουν τα οργώματα
σε κάθε χωραφάκι,
μοτέρ ν’ ακούσουμε ξανά,
νερό να μπει στ’ αυλάκι.
Με νέες καλλιέργειες
νέοι να ασχοληθούνε
τ’ άδεια σχολειά με μαθητές
γεμάτα να τα δούμε.
Αυτό κι αν είναι όραμα,
το όνειρο ενός γέρου,
να δει ότι ζωντάνεψε
η γη του Ξηρομέρου.
Μα ένας πόνος διέλυσε
την οπτασία ετούτη
τον ύπνο μου διέκοψε
κεντρί από κουνούπι.
Με μια σχετική καθυστέρηση δημοσιεύω αυτούς τους στίχους οι οποίοι περιέχονται σ' ένα από τα τελευταία μου βιβλιαράκια με τίτλο: ¨ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΣΤΙΧΟΣ¨
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου