Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΚΛΟΦΟΡΩ


Κυκλοφορώ με το μετρό, με τραμ, λεωφορεία
οι επιβάτες τους σκυφτοί, επικρατεί ησυχία.

Κάποτε άκουγα μωρά να κλαίνε κουρασμένα
τώρα κι αυτά ηρέμησαν σαν ηλικιωμένα.

Δε συζητούν, δε γίνεται καμάκι, κολλητήρι
πάνε εκείνοι οι τσακωμοί, πάει το μπανιστήρι.

Σε άλλους κόσμους χάνονται, σε άλλες διαστάσεις
στα μάτια τους καθρεφτισμοί, στα τζάμια διαθλάσεις.

Δακτυλισμοί που ραμφισμό πουλιού θυμίζουν χτύπο
ήχο μουσούδας του αμνού που τρώει στον κορίτο.

Σε όλες τις διαδρομές παντού ίδιες εικόνες
χαϊδεύουνε και βλέπουνε μικροί, μεγάλοι οθόνες.


Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

ΟΥΤΟΠΙΑ;

Σηκώνω επάνω μου ένα βάρος
τρανής γενιάς που ’χε το θάρρος
του ήλιου να γυρίσει τον τροχό
που πρόβαρε στην πλάτη του φτερά
ζαλώθηκε, όμως, πέτρινο σταυρό
κι ανέβηκε σε ένα Γολγοθά.

Με ανεμόμυλους παλεύω
αφού τ’ αδύνατα γυρεύω
ανίκητη η βλακεία μες στη γη
θαρρείς και πίνει αθάνατο νερό•
στις μάχες όλες έχω ηττηθεί 
μ' ακόμα ψάχνω τον παλιό ντορό.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Ενόχ ο ναυαγός


enoch arden poem  Alfred, Lord Tennyson
ΕΝΟΧ  ΑΡΝΤΕΝ  ένα ποίημα του  Άλφρεντ  Τένυσον

σε δική μου απόδοση, εδώ οι δύο πρώτες στροφές

οι εικόνες είναι του Ηλία Κουτσονικόλα



1
Long lines of cliff breaking have left a chasm;
And in the chasm are foam and yellow sands;
Beyond, red roofs about a narrow wharf
In cluster; then a moulder'd church; and higher
A long street climbs to one tall-tower'd mill;
And high in heaven behind it a gray down
With Danish barrows; and a hazelwood,
By autumn nutters haunted, flourishes
Green in a cuplike hollow of the down. 

2
Here on this beach a hundred years ago,
Three children of three houses, Annie Lee,
The prettiest little damsel in the port,
And Philip Ray the miller's only son,
And Enoch Arden, a rough sailor's lad
Made orphan by a winter shipwreck, play'd
Among the waste and lumber of the shore,
Hard coils of cordage, swarthy fishing-nets,
Anchors of rusty fluke, and boats updrawn,
And built their castles of dissolving sand
To watch them overflow'd, or following up
And flying the white breaker, daily left
The little footprint daily wash'd away. 



1
Σχημάτιζαν μακριές σειρές τα βράχια τα σπασμένα
κι ανάμεσα στα χάσματα άμμος, νερά αφρισμένα.
Κόκκινες στέγες στριμωχτές πίσω απ’ το λιμανάκι
κι ενδιάμεσα ξεχώριζε ένα λιτό εκκλησάκι.
Ψηλότερα ένας μακρύς σκαρφάλωνε δρομάκος
προς ένα μύλο θεόρατο σε ύψος και σε μάκρος.
Λόφος με τάφους Δανικούς πιο πάνω ήταν σπαρμένος
κι ολόγυρα με φουντουκιές ο τόπος δασωμένος.
Εκεί κάθε φθινόπωρο μαζεύονταν μπουλούκια
οι κάτοικοι και μάζευαν τα νόστιμα φουντούκια.

2
Σχεδόν πριν από εκατό χρόνια στην προκυμαία
τρία παιδάκια έκαμαν πολύ στενή παρέα.
Η Άννα Λη του λιμανιού η πιο όμορφη κοπέλα
που στα μαλλιά της έδενε πολύχρωμη κορδέλα,
ο Ενόχ ο Άρντεν, τ’ ορφανό ενός καραβοκύρη
που σε ναυάγιο ο θάνατος τον πήρε μουσαφίρη,
ο άλλος γιος του μυλωνά ο Φίλιππος ο Ρέι•
κι ο τρεις μες στα παλιά σκαριά μπαίναν σαν αρουραίοι
παίζαν κρυφτό μες στα σκοινιά που ’ταν κουλουριασμένα
κι από τις τρύπες πέρναγαν στα δίχτυα τ’ απλωμένα.
Ανέβαιναν σε άγκυρες βαριές και σκουριασμένες,
σε βάρκες που οι βαρκάρηδες έξω είχαν συρμένες.
Ξυπόλυτα στην αμμουδιά αφήνανε τα ίχνη 
κι ερχόταν από πίσω τους το κύμα να τα σβήνει.
















Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

ΘΗΣΕΑΣ

Σύμφωνα με την ύλη του βιβλίου ιστορίας 
της Γ’ Δημοτικού-Από τη Μυθολογία στην Ιστορία, 
έκδοση 2015 του ΥΠΕΠΘ

έμμετρη απόδοση σε 
ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο.

στα εγγόνια μου Βελισσάρη και Φανή


Κάποτε ο ήρως Ηρακλής πέρασε απ’ την Τροιζίνα
όπου τον φιλοξένησε ο βασιλιάς Πιτθέας.
Όταν καθίσαν στο σοφρά να φάνε και να πιούνε
βγάζει ο Ηρακλής τη λεοντή και την αφήνει χάμω.
Μία παρέα από παιδιά τρόμαξαν όταν είδαν
στο πάτωμα τη λεοντή και το ’βαλαν στα πόδια.
Μα ένα επτάχρονο παιδί νομίζοντας πως είναι
ένα λιοντάρι αληθινό άρπαξε ένα τσεκούρι
και το ¨θηρίο¨ άφοβα όρμησε να σκοτώσει.
Ήταν του βασιλιά εγγονός, τον λέγανε Θησέα
που ’χε την Αίθρα μάνα του και τον Αιγέα πατέρα.
Ο βασιλιάς των Αθηνών ο ξακουστός Αιγέας
απ’  το μαντείο των Δελφών, που κάποτε είχε πάει
στο δρόμο της επιστροφής πέρασε απ’ την Τροιζίνα.
Εκεί την κόρη αγάπησε του βασιλιά Πιτθέα
την Αίθρα, κι απ’ αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας.
Κι ενώ στο γιο τους έγκυος ήταν ακόμα η Αίθρα
ο Αιγέας αναχώρησε γυρνώντας στην Αθήνα
διότι τον καλούσανε του θρόνου υποχρεώσεις.
Πριν φύγει, όμως, έκρυψε κάτω από ένα βράχο
–που έστεκε θεόρατος πλάι στο ναό του Δία-
το πλουμιστό του το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια.
Και είπε στη γυναίκα του: ¨αγόρι αν θα γεννήσεις
κι όταν τρανέψει και μπορεί το βράχο να σηκώσει
με το σπαθί μου να ζωστεί, να βάλει τα σανδάλια,
σ’ ένα καράβι ν’ ανεβεί κα να ’ρθει στην Αθήνα.
Το βράχο η Αίθρα του ’δειξε σαν ήρθε εκείνη η ώρα.
Τον σήκωσε και φόρεσε τα δώρα του πατέρα,
για την Αθήνα τράβηξε, όχι δια θαλάσσης
μα απ’ τον επικίνδυνο το στεριανό το δρόμο
που δρούσανε κακοποιοί, ληστές κι άγρια ζώα
που φοβερίζαν, λήστευαν και σκότωναν ανθρώπους.
Απ’ την Τροιζίνα φεύγοντας και μέχρι την Αθήνα
έκανε κατορθώματα πάρα πολλά ο Θησέας.
Έξω απ’ την Επίδαυρο βρήκε τον Περιφήτη
ληστή που μ’ ένα ρόπαλο μεγάλο, σιδερένιο
σκότωνε τους περαστικούς προτού να τους ληστέψει.
Μαζί του πάλεψε ο Θησεύς, μάχη σώμα με σώμα,
του άρπαξε το ρόπαλο, του ’σπασε το κεφάλι
και άφησε το πτώμα του τροφή για τα κοράκια.
Κατόπι όταν στον Ισθμό έφτασε της Κορίνθου
σκότωσε άλλο ένα φονιά, τον φοβερό τον Σίνη
που λύγιζε τις κορυφές δύο μεγάλων πεύκων
κι από τα πόδια έδενε πάνω τους τούς διαβάτες•
μετά τ’ άφηνε ελεύθερα τα λυγισμένα δέντρα
και στη στιγμή οι άνθρωποι γίνονταν δυο κομμάτια.
Όμως, άλλο κατόρθωμα έκανε παραπέρα
κομμάτιασε και τη Φαιά, μια άγρια γουρούνα
που τους κατοίκους των χωριών κατατρομοκρατούσε.
Συνέχισε και έφτασε στις Σκιρωνίδες πέτρες,
ήτανε πέρασμα στενό κι εκεί είχε λημέρι
ο τρομερός ο Σκίρωνας• εκείνος αφού πρώτα
λήστευε τους περαστικούς, ύστερα τους ζητούσε
τα πόδια να του πλύνουνε, κι όταν εκείνοι σκύβαν
με μία δυνατή κλωτσιά τους γκρέμιζε στα βράχια
και τα κορμιά τους τ’ άψυχα στη θάλασσα κυλούσαν
όπου τα καταβρόχθιζε τεράστια χελώνα.
Πάλεψε με τον Σκίρωνα, πολύ σκληρά ο Θησέας,
τον νίκησε στη θάλασσα στο τέλος ρίχνοντάς τον,
αυτό το μέρος σήμερα Σκάλα Κακιά το λένε.
Πιο πέρα άλλο ένα ληστή, σκότωσε, τον Προκρούστη
άπλωνε τους περαστικούς πάνω σ’ ένα κρεβάτι
κι αν κάποιος ήταν πιο μακρύς του έκοβε τα πόδια
κι αν πιο κοντός τα τράβαγε ώσπου να ξεκολλήσουν.
Στη σιδερένια κλίνη του τον ξάπλωσε ο Θησέας
και αφού ήταν πιο μακρύς του ’κοψε το κεφάλι.
Αφού ο Θησεύς καθάρισε το δρόμο απ’ τους κινδύνους
η φήμη του ξαπλώθηκε διότι δίχως φόβο
οι άνθρωποι μπορούσανε πλέον να ταξιδεύουν.
Κατάκοπος μα ευτυχής έφτασε στην Αθήνα•
ο Αιγέας που είδε το σπαθί και τα χρυσά σανδάλια
τον γνώρισε, τον έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά του.
Μα η Αθήνα ήτανε μια πόλη λυπημένη
γιατί σε έναν πόλεμο που είχε με τους Κρήτες
νικήθηκε, κι ο Μίνωας ο βασιλιάς της Κρήτης
στους Αθηναίους φόρο βαρύ τους είχε επιβάλει:
εφτά αγόρια και εφτά  κορίτσια να του στέλνουν
κάθε χρονιά για να τα τρώει το σαρκοφάγο τέρας
ο τρομερός Μινώταυρος που ζούσε στο παλάτι
κάτω, μες στο Λαβύρινθο, το σκοτεινό υπόγειο
που ο Δαίδαλος παλιότερα είχε κατασκευάσει
και είχε χίλιες κάμαρες και χίλιους διαδρόμους
κι αδύνατο όποιος έμπαινε να βγει και πάλι έξω.
Τότε, λοιπόν, που έφτασε στην πόλη ο Θησέας
οι Αθηναίοι ετοίμαζαν να στείλουν τα παιδιά τους
στην Κρήτη, και ακούγονταν κλάματα και κατάρες.
Το ιστιοφόρο φόρτωναν με τρόφιμα οι ναύτες,
όμως το πλοίο είχε πανιά αντί  για άσπρα μαύρα.
Τότε είπε ο ήρωας: ¨πατέρα μου Αιγέα,
στείλε έξι αγόρια σήμερα και έβδομο εμένα
να μπω μες στον Λαβύρινθο τον ταύρο να σκοτώσω
να απαλλαχτεί η Αθήνα μας απ’ το βαρύ το φόρο¨ .
Με τα πολλά συμφώνησε ο Αιγέας μα του είπε:
¨άμα νικήσεις το θεριό θα σε παρακαλέσω
στο γυρισμό άσπρα πανιά να βάλεις στο καράβι¨.
Όταν στη Κρήτη έφτασε το πλοίο με τους νέους
και στο παλάτι μπήκανε, γνώρισε ο Θησέας
του βασιλιά του Μίνωα, την κόρη του Αριάδνη.
Η κοπελιά θαμπώθηκε από την ομορφιά του
και το Θησέα θέλησε αυτή να τον βοηθήσει.
Γι’ αυτό πριν στο Λαβύρινθο μέσα να μπει ο Θησέας
κρυφά ένα μίτο του ’δωσε μαζί του να τον πάρει
ένα κουβάρι δηλαδή που μπόλικο είχε νήμα.
Μπήκε ο Θησέας θαρρετά, ξετύλιγε το σπάγκο
ψάχνοντας το Μινώταυρο στους σκοτεινούς θαλάμους
ώσπου εντέλει άκουσε το άγριο μουγκρητό του.
Όταν συναντηθήκανε παλέψανε με λύσσα•
κάποια στιγμή κουράστηκε το φοβερό το τέρας,
τότε το πατρικό σπαθί τράβηξε ο Θησέας
κάρφωσε το Μινώταυρο που έπεσε στο χώμα.
Βγήκε απ’ το Λαβύρινθο μαζεύοντας το νήμα
και το θηρίο το νεκρό το ’συρε μέχρι έξω.
Στην είσοδο είχαν μαζευτεί οι νέοι της Αθήνας
που τον υποδεχτήκανε με της χαράς τα δάκρυα.
Το ίδιο βράδυ όλοι τους μπήκαν κρυφά στο πλοίο
κι αμέσως άνοιξαν πανιά κι έφυγαν απ’ την Κρήτη
μαζί τους, όμως, είχανε τώρα την Αριάδνη.
Πρωτύτερα, στου Μίνωα τα πλοία ανοίξαν τρύπες
ώστε αυτά να μην μπορούν να τους ακολουθήσουν.
Ταξίδευαν χαρούμενοι και φτάσανε στη Νάξο•
λιγάκι να ξεκουραστούν, βγήκαν στην παραλία.
Τότε ο θεός Διόνυσος έτυχε να περάσει,
θαμπώθηκε απ’ την ομορφιά που ’χε η Αριάδνη
την πήρε να την παντρευτεί κι άφησε το Θησέα
απ’ τη μεγάλη τη χαρά στη μαύρη στεναχώρια.
Συνέχισε το δρόμο του το πλοίο για Αθήνα
μα με τα μαύρα τα πανιά επάνω στα κατάρτια,
κανένας δε θυμήθηκε να τα αλλάξουν με άσπρα.
Ο Αιγέας εντωμεταξύ στεκότανε στο Σούνιο
κι αγνάντευε τη θάλασσα γεμάτος αγωνία
ελπίζοντας κάποια στιγμή να έρθει το καράβι.
Όταν εκείνο φάνηκε με τα πανιά τα μαύρα
από τη στεναχώρια του έπεσε απ’ το βράχο
και κύλισε στη θάλασσα, και κύματα αφρισμένα
πότε ψηλά τον σήκωναν και πότε τον βουτούσαν,
πνιγμένο τον ταξίδευαν στη μέση του πελάγου.
Γι’ αυτό και ονομάστηκε το πέλαγος Αιγαίο.
Μετά απ’ αυτόν τον άδικο θάνατο του Αιγέα
στέφτηκε πλέον βασιλιάς στη θέση του ο Θησέας.
Αργότερα γυναίκα του παντρεύτηκε τη Φαίδρα
που αδερφή μικρότερη ήταν της Αριάδνης.
Βασίλεψε με σύνεση και με δικαιοσύνη.
Μετά από χρόνια έκανε ένα μακρύ ταξίδι.
Κατά την απουσία του, όμως, οι αντίπαλοί του
κατέλαβαν τα ανάκτορα  κι άλλαξαν βασιλέα.
Τότε ο Θησέας έφυγε απογοητευμένος
στη Σκύρο την υπόλοιπη ζωή του να τη ζήσει
στα κτήματα που του άφησε κληρονομιά ο Αιγέας.
Στη νήσο Σκύρο βασιλιάς ήταν ο Λυκομήδης
που προθυμοποιήθηκε, προσποιούμενος το φίλο,
τα πατρικά τα κτήματα να δείξει στο Θησέα.
Μα εκεί που περπατούσανε τον έσπρωξε εκείνος
και ο Θησέας σκοτώθηκε σ’ ενός γκρεμού τα βράχια.
Εκεί θάφτηκε ο ήρωας, μα ύστερα από χρόνια
οι Αθηναίοι μετέφεραν τα οστά του στην Αθήνα.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ


Φόρεσαν τα πουκάμισα με το μακρύ μανίκι
γιατί βαρδάρης φύσαγε προχτές στη Σαλονίκη.
Με το ’να χέρι βάσταγαν μια μικρή βαλίτσα
με τ’ άλλο τη γυναίκα τους κρατούσαν αγκαλίτσα.
Κάλεσαν ραδιοταξί να έλθει μάνι-μάνι
γιατί το πλοίο θα ’φευγε νωρίς απ’ το λιμάνι.
Εγκαίρως, όμως, φτάσανε και μπήκαν στην καμπίνα
κι ατμόσφαιρα τους γύρισε πίσω στα χρόνια εκείνα,
που κάνανε νεόνυμφοι του μέλιτος το μήνα,
ξάπλωσαν στις κουκέτες τους κι όλα πηγαίναν πρίμα.
Νέες εκείνες ένιωσαν κι εκείνοι παλικάρια
αγκομαχούσαν άγκυρες και τρίζαν παλαμάρια.
Στην Τήνο θα ξημέρωναν που ‘χανε κάνει τάμα
μα αλλού ήταν το όνειρο κι αλλού έγινε το θάμα,
γιατί πριν ξεκινήσουνε βγήκαν εννιά μποφόρια
κι έτσι απαγορεύτηκε ο απόπλους στα βαπόρια.
Όμως οι φίλοι ευτυχείς δεν πήρανε χαμπάρι
γιατί όταν έγινε αυτό,  ύπνο βαθύ είχαν πάρει.
Ξυπνάει ο Μήτσος το πρωί, κοιτάει στο φινιστρίνι
του φάνηκε πως φτάσανε έξω απ’ τη Σαντορίνη,
κι η Καίτη που ήταν δίπλα του αγουροξυπνημένη
«στην Πάρο είμαστε Μήτσο μου» του λέει η καημένη.
«Πάω στον κουμπάρο Καίτη μου», της λέει, «να τον φωνάξω»,
τότε ο Βασίλης φάνηκε και λέει «βλέπω τη Νάξο».
Μα σίγουρη η Αγγελική, στη γεωγραφία ατσίδα
τους λέει: «λάθος κάνετε, εδώ είναι η Χαλκίδα».
Και τότε για να λύσουνε αυτή τη διαφωνία
βγήκανε στο κατάστρωμα κοιτώντας μ’ αγωνία.
Κι όταν το Πύργο το Λευκό είδανε απ’ την πλώρη
είπαν: «Τη Σαλονίκη μας τραβάει το βαπόρι».
Μα στο καράβι όμως ψυχή δεν ήτανε καμία
ψύλλοι στ’ αυτιά τους μπήκανε που λέει η παροιμία.
Μάθαν για την αναποδιά που έφερε ο βαρδάρης
κι είπανε: «Τώρα τσιμουδιά να μην το μάθει ο Άρης».
Πληρώσανε λογαριασμό πλωτού ξενοδοχείου
και βιαστικά κατέβηκαν απ’ τα σκαλιά του πλοίου.
Στον Αϊ Δημήτρη  ύστερα άναψαν το κερί τους,
μετάλαβαν κι ευχήθηκαν η Παναγιά μαζί τους.
Όταν τους είδα απόρησα, πότε γυρίσαν πίσω
κι ευθύς το χέρι έδωσα να τους καλωσορίσω.
Κι ύστερα όταν ρώτησα: «πήρατε αεροπλάνο;»
«Πίστευε και μην ερευνάς» μου λένε κι αυτό κάνω.
Κι ενώ ήμουν πρώτα άπιστος, μόνο από αυτό το πράγμα
μ’ έπεισε η Μεγαλόχαρη πως είχε γίνει θαύμα,
αφού γοργά τους έφερε με Άγγελο εκείνο
τον ίδιο που στην Παναγιά παλιά πήγε τον κρίνο.


Πραγματικό γεγονός που συνέβη τον Ιούνιο του 2000, 
τότε γράφτηκαν και οι στίχοι

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ


Ακούω άναρθρες κραυγές όλες αυτές τις μέρες
ξινίλες από πεθερές και από συμπεθέρες.

Βιβλίο επιστημονικό τυπώθηκε προσφάτως
ο συγγραφεύς ιστορικός, διδάκτωρ ορεξάτος

αναζητεί τις ρίζες του μ’ αυτό το πόνημά του
πούθε κρατάει η σκούφια του κι η βλάχικη λαλιά του.

Πριν διαβαστεί, προτού καλά στεγνώσει το μελάνι
τον στήσαν σ’ έξι βήματα σε πολυβόλου κάνη.

Μα αντεπιχειρήματα σαφώς τεκμηριωμένα
από τους αντικρούοντες δεν άκουσα κανένα.

Ανάμεσά τους σοβαροί, άνθρωποι μορφωμένοι
όμως με στερεότυπα και μύθους φορτωμένοι.

Σχόλια επιθετικά σε sites εξακοντίζουν
της Ιεράς Εξέτασης ατμόσφαιρα θυμίζουν.

Πού βρήκαν ότι θίγονται η Ελληνοφροσύνη
η ευελιξία η βλάχικη και η καπατσοσύνη

το εμπορικό δαιμόνιο, οι Βλάχοι ευεργέτες
ή δε μετρήθηκαν σωστά στη φουστανέλα οι πιέτες;

Το σύγγραμμα αντί αφορμή να γίνει διαλόγου
οι επικριτές ανέβασαν θέατρο παραλόγου.

Δριμύς μεσαίων ενέσκηψε, ωμή λογοκρισία;
Της επιστήμης, στην πυρά, θα ρίξουν τα βιβλία;

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΟΞΕΙΑ & ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ


Παντρεύτηκε ο δάσκαλος μα είναι σιτεμένος
κι η νύφη άγουρος καρπός και κρίνος ανθισμένος.

Πάνω στο γλέντι της χαράς, στου γάμου τα λουλούδια
πιάσαν οι φίλοι τα γλυκά της τάβλας τα τραγούδια.

Κι ύστερα απ’ τις μπαλωθιές και τις ευχές τις πρώτες
τραγούδι, λιανοτράγουδο πήραν δυο ηπειρώτες:

«Εγώ ο δόλιος γέρασα κι εσύ θέλεις παιχνίδια
μα τώρα ο γάτος δε μπορεί να βγει στα κεραμίδια».

Και πριν χωνέψει ο δάσκαλος την πρώτη την κρυάδα
ακούστηκε μία παλιά της Κρήτης μαντινάδα:

«Αλίμονό σου δάσκαλε είντα σε περιμένει
οξεία θέλει η γυνή κι όχι περισπωμένη».

Κι από κοντά ένας ψαράς, χρόνια στο παραγάδι
ρίχνει με το τραγούδι του μες στη φωτιά το λάδι:

«Κόψε τη ρόγα απ’ το τσαμπί κι ας είναι αγουρίδα
αλλιώς αν πέσει καταγής τότε θα φας σταφίδα».

Τραβάει ο δάσκαλος το γκρα κι έγινε αίμα κι άμμος
τη νύφη αρπάζει ένας νιος και σκόλασε ο γάμος.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ


Περιστατικό σε γραφείο κάποιου Δήμου
της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας


Μία, ας την πούμε, εκδούλευση ζητούσε η κυρία
ντρίπλα για να παρακαμφθεί η γραφειοκρατία.

Πολύ βαθύ το ντεκολτέ, το παντελόνι επίσης
στενό για να διακρίνονται ¨έσω¨ διαγραμμίσεις.

¨Κύριε Γιώργο¨, είπε σιγά, ¨μια υπογραφή είναι μόνο¨
κι ενός γλυκού αναστεναγμού ανέβαζε τον τόνο.

Ένιωσε ο προϊστάμενος τον κόμπο στο λαιμό του
η ¨σαύρα¨ του αφυπνίστηκε, ανήλθε η λίμπιντό του.

Τάχα με πλέρια προσοχή κοιτούσε τα χαρτιά της
όμως το βλέμμα σάρωνε την πλούσια αρματωσιά της.

Αργά κυλούσε κι έχυνε μελάνι ο στυλογράφος
και πάνω στο ζεστό χαρτί υπόγραψε ολογράφως.

¨Διαθέτεις προϊστάμενε¨, του λέει εκείνη πάλι,
¨μια στιβαρή υπογραφή, αρσενική, μεγάλη¨.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ


Κοκκινομάλλα και ψηλή, όμορφη και τσαχπίνα

είδε το «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» στο τζάμι, στη βιτρίνα.

“Ευρύχωρο διαμέρισμα” έγραφε η Γιωργία
“εντός του καταστήματος κάθε πληροφορία.”
Στο σπίτι ζήτησε αυτή μία ματιά να ρίξει
και η Γιωργία έστειλε το Γιώργο να το δείξει.
Αυτός όταν την έκοψε στην άκρη του ματιού του
άνομες σκέψεις μπήκανε στο βάθος του μυαλού του.
Δείχνει με  λεπτομέρεια το σπίτι πόντο-πόντο
κλείνει το μάτι και της λέει: “θα κάνουμε και σκόντο”.
Αυτή μπήκε στο νόημα, τάχα παραπατάει
κι ο Γιώργος σαν αλλήθωρος το στήθος της κοιτάει.
Σκύβει να επωφεληθεί από το τεφαρίκι
κι εκείνη προκαταβολή να δώσει για το νοίκι.
Σε ένα δευτερόλεπτο κάτω θα την ξαπλώσει
μα μόλις ‘τοιμαζότανε για να την ξεκουμπώσει
Του λέει: “έχω πρόβλημα άσε με να γυρίσω,
σήμερα πρέπει ν’ αρκεστείς μονάχα από πίσω”.
Κι ο καπετάνιος τι να πει συμφώνησε ο καημένος
αφού είχε γίνει πύραυλος κι ήτανε φουντωμένος.
Γυρνάει αυτή και κάνει αυτός τα χέρια του ζωνάρι
μα ως φτάνει η παλάμη εμπρός πιάνει ένα παλαμάρι.
Τότε υπέστη αυτόματα υποστολή η «σημαία»
κι εκείνη αμέσως μια κραυγή έβγαλε λυσσαλέα.
Με τις κλωτσιές απέβαλε το “αδερφό παρτάλι”
κι εκείνος στα δυο χέρια του έβαλε το κεφάλι.
Αυτός ο θαλασσόλυκος τον κόσμο έχει γυρίσει
δεν το ‘λπιζε μες τη στεριά έτσι να ναυαγήσει.
Τόσα λιμάνια γύρισε δεν πιάστηκε κορόιδο
αλλά μ’ αυτή την αδερφή τα ‘κανε απόψε ρόιδο.
Γιώργο ποιος  το περίμενε έτσι να καταλήξεις
κι ό,τι  με μία τραβεστί θα έχεις περιπτύξεις.
Τη συμβουλή δεν άκουσες Γιωργάκη μου στα πλοία
που λέγαν γεροναυτικοί σε κάθε ευκαιρία;
“Που βάζεις, δύο πράγματα πρόσεχε στη ζωή σου
το ανδρικό σου όργανο και την υπογραφή σου”.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

ΤΑ ΚΑΒΟΥΡΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΝΙΝΤΑΝΤ


Χιλιάδες καβούρια (μερικά ήταν τεράστια) κυκλοφορούσαν
στο ξενοδοχείο, στους κήπους και στην παραλία. (Κούβα 25-7-2004)



Κυρίες μου και κύριοι
είδατε τα καβούρια
που λες και τα ταΐζουνε
κι αυτά με κανναβούρια
γίνανε κατοικίδια,
παίζουνε στην αυλή μας,
δεν αποκλείεται λοιπόν
να κοιμηθούν μαζί μας.

Εγώ σας προειδοποιώ,
μην πείτε δεν μας τα ’πες
μπαίνοντας στα δωμάτια
ελέγξτε τις ντουλάπες,
σηκώστε τα σκεπάσματα
και τα μαξιλαράκια
μην τύχει και κουρνιάσουνε 
εκεί τα καβουράκια.

Και εξηγούμε φίλοι μου
πριν γίνουν φασαρίες
τρύπα άμα βρούνε χώνονται,
τ’ ακούτε εσείς κυρίες,
επίσης και οι κύριοι
ήσυχοι ας μην κοιμούνται
γιατί τα καβουράκια μας
τρώνε όσα κουνιούνται.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Ο γκέι γάιδαρος


Ένα γαϊδούρι αρσενικό έφερε στο Δημήτρη 
ο γέρος του, με εξοπλισμό σαμάρι και καπίστρι.

Μπήκε στη ράχη του αυτός, γύριζε στα σοκάκια
αντήχησε η Γαλατινή, τακ τακ τα πεταλάκια.

Όμως δεν ήταν στιβαρό, του ζώου, το βάδισμά του
ναζιάρικα περπάταγε κουνώντας την ουρά του.

Γαϊδούρες σαν αντάμωνε αδιάφορα περνούσε
¨λες να μη βλέπει ο όνος μου;¨ ο Μήτσος απορούσε.

Την άλλη μέρα τι να δει• έξω απ’ το χαγιάτι
πλακώσανε γκαρίζοντας τρεις γάιδαροι βαρβάτοι.

Θερμά τους υποδέχτηκε του Μήτσου το γομάρι
τούρλωσε τα καπούλια του, τίναξε το σαμάρι.

Γονάτισε, σήκωσε ουρά, κούνησε την αχλάδα
ο Μήτσος παραπάτησε, του ήρθε μια ζαλάδα.

Τα λάγνα τα γκαρίσματα φέραν κι άλλα γομάρια
δάσος τα ανυπόμονα και ντούρα μαντζαφλάρια.

Βούιξε η Γαλατινή, το μήνυμα ελήφθη
πως του Δημήτρη ο γάιδαρος είναι εντέλει νύφη.

Του λέγαν οι συμμαθητές και τονε κάναν ρόμπα:
¨Μήτσο του όνου την τσουτσού να τηνε κάνεις τρόμπα¨.

Στα καφενεία του φώναζαν βγαίνοντας στο παζάρι:
 ¨Δημήτρη να το χαίρεσαι το τραβεστί γομάρι¨.

Δεν άντεξε : ¨μάνα καφέ, σκέτο διπλό, βράσε μέσα στο μπρίκι¨
έριξε πέτρα πίσω του κι ήρθε στη Σαλονίκη.

Θυμότανε μια συμβουλή που λέγαν τα γερόντια:
 ¨αν σου χαρίζουν γάιδαρο μην τον κοιτάς στα δόντια¨.

Μα ο Δημήτρης τ’ άλλαξε κι αλλιώς τη φράση λέει:
¨αν σου χαρίσουν γάιδαρο πρόσεξε αν είναι γκέι¨.