Μέχρι
προσφάτως ήμασταν
δυο
άγνωστοι, δυο ξένοι
μα σαν να
ήξερα καλά
από παλιά
τον Ντέμη.
Ίσως μια
νύχτα που ήθελε
να σβήσει
ένα κόμμα
να πήρε
από μένανε
του
μολυβιού τη γόμα.
Μάλλον θα
μου διόρθωσε
το ήτα μ’
ένα γιώτα•
φάντασμα
και βρικόλακας
ταιριάξανε
στα χνώτα.
Δεν είναι
ο Ντέμης ποιητής
με το
λευκό κολάρο,
τραβά σε
τόπο άνυδρο
της
ποίησης το κάρο.
Βλέμμα
αιχμηρό, βουβός θυμός
πίκρα που
ξεχειλίζει
στίχος μεστός με νόημα
που κόκαλα
τσακίζει.
Τις λέξεις
πλένει απ’ τη σκουριά
τη γάνα
και τη σκόνη
σ’ αμόνι
αρχαίο τις περνά
κι ύστερα
τις καρφώνει.
Δίχως
φρου-φρου κι αρώματα
δίχως εφέ
και κόλπα•
μα κι αν
ματώνει ο ποιητής
δεν παρατά
τα όπλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου