Ήτανε
στους Βαλκανικούς
ο πάππος
μου φαντάρος
στη χλαίνη
ψείρες άπειρες
πρόσθεταν
κι άλλο βάρος.
Εκεί σε
μια ανάπαυλα
μιας μάχης
του μετώπου
ιερείς να
ψάλλουν τους νεκρούς
έφτασαν
επιτόπου.
Με ράσο ο
εξαρχικός
με ράσο κι
ο δικός μας.
Σκέφτηκε ο
αγράμματος παππούς
¨κοινός
είναι ο Θεός μας;
Ίδιες
ευχές σαν ευλογούν
τα όπλα
του θανάτου
και καμαρώνει
ο καθείς
με τα
παράσημά του¨.
Μου ’πε ο παππούς: ¨βρε εγγονέ
του
Πανεπιστημίου,
το Θέλημα
εκτελούσανε
-κι ο δυο
τους- του Κυρίου;¨.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου