ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΑΔΕ ΕΦΗ
Αυτό
το βιβλίο περιέχει έμμετρες διηγήσεις,
ιστορίες αληθινές, φανταστικές, παραμύθια,
διασκευασμένα ιστορήματα. Θα έλεγα ότι
κατά κάποιον τρόπο συγγενεύουν με τα
αφηγηματικά παραδοσιακά τραγούδια.
Ίσως οι περισσότεροι θεωρήσετε παρωχημένο
αυτόν τον τρόπο γραφής αλλά για μένα
είναι πρόκληση, άσκηση και εντέλει
τρόπος έκφρασης. Με δύο τρόπους προσεγγίζω
το παρελθόν. Αφενός ¨φρεσκάροντας¨
κλασσικά κείμενα αποδίδοντάς τα έμμετρα
στη σημερινή γλώσσα και αφετέρου
γράφοντας για σύγχρονα θέματα
χρησιμοποιώντας παραδοσιακές στιχουργικές
φόρμες.
Στην
αρχή του βιβλίου ιστορώ με το δικό μου
τρόπο το μύθο του Βασιλιά Ανήλιαγου
χρησιμοποιώντας στοιχεία που άντλησα
από διάφορες πηγές που παραθέτω παρακάτω.
Ακολουθούν
το Γραμμόφωνο στο κύμα που είναι
δημιούργημα της φαντασίας μου.
Χρησιμοποίησα τη στιχουργική φόρμα του
Ν. Καββαδία.
Τα στιχουργήματα
Ο Παντοπώλης του Ν. Κουκλουτζά,
Ο Vava
ήταν ρωμιός; και Του πελαργού
το πόδι προήλθαν από τις αφηγήσεις
του φίλου μου λαϊκού καλλιτέχνη Αντώνη
Φιλίππου (1940-2018). Επίσης οι φωτογραφίες
προέρχονται από το προσωπικό του αρχείο.
Η Αμάλαγη
ως τα στέφανα από αφήγηση του
Σαρακατσάνου μαθηματικού Σάκη Γαλατά.
και άλλα...............................
απόσπασμα από το ιστόρημα:
ΤΟΥ
ΠΕΛΑΡΓΟΥ ΤΟ ΠΟΔΙ
Για
το Μιχάλη τον Ψαρρό, νταή αψύ κι ασίκη
που
είχε κάμα περαστή στου ζωναριού τη θήκη
λένε
πως η σκοποβολή ήταν γι’ αυτόν παιχνίδι
πενήντα
μέτρα μακριά κρεμούσε δαχτυλίδι
και
πέρναγε από μέσα του ανέγγιχτο το βόλι∙
κανείς
δεν τον παράβγαινε απ’ τον Τσεσμέ ως
την Πόλη.
Συχνά
στη μάνα του έλεγε: ¨ξεφλούδισε κρεμμύδια
βάλε
νερό στον τέντζερη¨ κι έφευγε στα
μπαΐρια.
Γυρνούσε
σ’ ένα τέταρτο με το λαγό γδαρμένο
και
το μονόβολο το γκρα στον ώμο κρεμασμένο.
Στο
Μάλκατζι εικοσιοκτώ χιλιόμετρα απ’ τη
Σμύρνη
το
εικοσιένα, Απρίλιος, πριν γίνει το
γιαγκίνι,
στα
εικοσπέντε του ο Ψαρρός και το Ψαρρέικο
αυξάνει
με
τη Μαρία του Σπανού θα βάλουνε στεφάνι.
Όλα
του γάμου έτοιμα, η αυλή τους στολισμένη
οι
φίλοι και οι συγγενείς όλοι συγκεντρωμένοι.
Παίζουν
τα σαντουρόβιολα, καρσιλαμάδες, μπάλοι
τώρα
οι φίλοι του γαμπρού ξυρίζουν το Μιχάλη.
Πάνω
στη θαλερή ροδιά καθρέφτης κρεμασμένος
και
ο γαμπρός σαν άγγελος μπροστά του είναι
στημένος.
Σ’
ένα καβάκι της αυλής, ψηλά, είχε στήσει
γρέκι
και
στο ’να πόδι στέκονταν κατάλευκο λελέκι.
Το
είδε ο πρώτος ξάδερφος ο Σουβατζής ο
Αντρίκος
του
λέει: ¨ρε γαμπρέ μπορείς, είσαι πιωμένος
μήπως;
Δείξε
μας ρε σημαδευτή ότι είσαι παλικάρι,
με
μια βολή του λέλεκα τού κόβεις το
ποδάρι;¨.
Ποιος
δαίμονας τον έσπρωξε τη σπόντα αυτή να
ρίξει;
Μία
κουβέντα, αμέτρητες πληγές ευθύς θ’
ανοίξει.
Καλύτερα
το στόμα του με σύρμα να ’χε ράψει
γιατί
ο γαμπρός τα λόγια αυτά τα ’κανε αμέσως
πράξη.
Άνοιξε
δύο δρασκελιές, άρπαξε το ντουφέκι
κι
έριξε μονοπόδαρο στο χώμα το λελέκι.
Ακούστηκε
η ντουφεκιά, φτάσαν τα καρακόλια
ψάξαν
για όπλα, βρήκανε φυσίγγια και βόλια.
Στο
γάμο πυροβολισμός ίσως να ήταν πταίσμα
μα
αμαρτία, στο φτερό του πελαργού, το
αίμα.
.......................... .....................................
.....................................................