Η Μαχαλά σκοτείνιασε και έπεσε παγάδα
και στο Βελούχι, στο μηδέν του άνεμου τα γράδα.
Στέλνει η καμπάνα του χωριού το πένθιμό της σήμα:
¨έγραψε ο Γιώργος ο Βαρδής το τελευταίο ποίημα¨.
Ο δεκαπεντασύλλαβος με φάλτσο ρίμας ήχο
τώρα που ο Γιώργος έφυγε -ο μάστορας στο στίχο-.
Αληθινός, μ' ολάνθιστη καρδιά, σαν περιβόλι
πάντα με το χαμόγελο, καθημερνή και σχόλη.
Το βλέμμα του διεισδυτικό, τ' αυτί του τεντωμένο,
σχεδόν για κάθε χωριανό στιχάκι είχε γραμμένο.
Η σάτιρά του η εύστοχη χιούμορ λεπτό είχε ταίρι
ο λόγος του ευθύβολος, η πένα του νυστέρι.
Μα ο χάρος που ανέκαθεν τους ποιητές ζηλεύει
το Γιώργο κάτω απ' το φτερό ύπουλα σημαδεύει.
Σ' άνισο αγώνα τον αητό λάβωσε στο πλεμόνι
μα εκείνος πάλεψε όρθιος στο μαρμαρένιο αλώνι.
Είχε, όμως, δίπλα του αρωγό τη σύζυγό του Σπρέσα
προσκέφαλο, σεντόνι του και αγκαλιά κομπρέσα.
Να 'ναι το χώμα ελαφρύ που θα τονε σκεπάσει
όμως, το πνεύμα του θα ζει πάνω απ' αυτή την πλάση.
Στα καφενεία τ' ουρανού που πίνουν οι αγγέλοι
ο Γιώργος από δω και μπρος στιχάκια θ' απαγγέλλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου