ΑΜΑΛΑΓΗ ΩΣ
ΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ
στο Σάκη Γαλατά
Των Σαρακατσαναίων κλειστή ήταν η κοινωνία
το νου τους είχαν οι γονείς
μη γίνει επιμιξία.
Ήξεραν τα συγγένεια,
γνώριζαν τα νταμάρια
γι’ αυτό και συμπεθέρευαν
πέρα απ’ τα επτά ζωνάρια.
Συχνό ήταν το φαινόμενο,
κόρες να παντρευτούνε
να φύγουνε και τους γονείς
να μην τους ξαναδούνε.
Στην ιστορία μας, λοιπόν,
μία Σαρακατσάνα
παντρεύτηκε και χώρισε για
πάντα από τη μάνα.
Είχε τα πρόβατα ο γαμπρός πέρα
απ’ τη Νέα Ζίχνη
κάπου στα νότια οι γονείς
και χάθηκαν τα ίχνη.
Μετά το γάμο η μάνα της
ξανά θα κυοφορήσει
στο χρόνο απάνω το στερνό
κορίτσι θα γεννήσει.
Κάποτε ένα θανατικό έπεσε
στο κονάκι
δέκα χρονών πεντάρφανο
μένει το κοριτσάκι.
Τη σύμασε μια φαμελιά για
να την αναθρέψουν∙
την προίκα εκείνη ύφαινε
ώσπου να την παντρέψουν.
Τα χρόνια διάβηκαν γοργά κι
ενώ ήταν πια κοπέλα
και σε πουρνάρι άπλωνε πάνω
μια φουστανέλα,
απ’ τη ραχούλα, άκουσε, που ήταν παραπέρα
ένα γλυκόλαλο αχό που
’βγαζε μια φλογέρα.
Ύστερα ένοιωσε ένα φως στα
μάτια της να πέφτει
ένας τσομπάνος έκανε σήμα με
τον καθρέφτη.
Με τη βουτσέλα ύστερα που
πήγε ως τη βρύση
πίσω απ’ τον πλάτανο αυτός
θα της κρυφομιλήσει.
Από τα μάτια πιάνεται η
αγάπη πρώτα πρώτα
κι από τα χείλη ροβολά ως
της καρδιάς την πόρτα,
με θράσος μπαίνει
απρόσκλητη, θρονιάζεται εκεί μέσα
κι όπως ο βήχας κι ο παράς
δεν κρύβεται η μπαμπέσα.
Η τσούπρα κι ο λεβεντονιός πιάστηκαν
στην αγάπη
τις μέρες νεύματα κρυφά, νυχτιές
μ’ άγρυπνο μάτι.
Ήτανε άλλοι οι καιροί και
αυστηρά τα ήθη
πριν από γάμο ο γαμπρός δεν
έβλεπε τη νύφη.
Ιδίως αν απ’ τους γονιούς
δεν ήταν σιαγμένα
με τα παλιά τα έθιμα όλα
συμφωνημένα.
Μια μέρα ο νέος μίλησε στη
μάνα του τη χήρα
της λέει ¨κι αν είμαι
μικρός απόφαση το πήρα
γυναίκα μου θα πάρω αυτή που
θέλει η ψυχή μου¨,
αδυναμία του ’χε αυτή ¨ζήτησ’
τη¨ λέει, ¨παιδί μου
ούτε και οι προστάτες της
εμπόδιο θα μπούνε
κι ίσως είν’ ευκαιρία γι’
αυτούς να την ξεφορτωθούνε¨.
Αρραβωνιάστηκε, λοιπόν, με τη σαρακατσάνα
¨αμάλαγη ως τα στέφανα¨,
έβαλε όρο η μάνα.
Κοντά ήταν τα καλύβια τους
μέσα στην ίδια στάνη
κι ετοιμασίες κάνανε να
βάλουνε στεφάνι.
Της νύφης και της πεθεράς
ταιριάξανε τα χνώτα
προτού σκεφτεί κάτι η μια,
το ’φερνε η άλλη πρώτα.
Μια μέρα καθώς χτένιζε αυτή
την πεθερά της
που’ χε λουστεί και ξέπλεκα
ήτανε τα μαλλιά της
το χτένι κάπου σκάλωσε
επάνω στο κεφάλι,
είχε κοντά στην κορυφή μία
ελιά μεγάλη.
Και τότε είπε η μικρή ¨στην
πατρική τη στάνη
τη μάνα που με γέννησε
χτένιζα πριν πεθάνει
κι είχε κι εκείνη μια ελιά
ίδια με τη δική σου¨.
Γυρνάει τότε η πεθερά ¨τι
λες μωρή, ορκίσου,
αυτή η ελιά στης μάνας μου
το σόι είναι σημάδι
μήπως κοπέλα μου εκεινής
είσαι εσύ ’ψιμάδι,
πως λέγαν τους γουνέους σου,
πως λέγαν τους μπαρμπάδες;
Έλα Χριστέ κι Απόστολε,
είμαστε αδερφάδες.
Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ
ή πιο πολύ να κλάψω
και αν τα ρούχα της χαράς
κατάμαυρα να βάψω.
Αφού, κορίτσι μου καλό, εσύ
’σαι αδερφή μου
αδύνατο για άντρα σου να
πάρεις το παιδί μου¨.
Ο γιος, τις βρήκε που
’κλαιγαν κι οι δυο αγκαλιασμένες
με τα μαλλιά ανάπλιγα σαν παραλοϊσμένες.
Και όταν έμαθε κι αυτός για
τούτο το αναλέτι
στο στρώμα έπεσε άρρωστος
απ’ το πολύ σεκλέτι.
Λέν’ της αγάπης η ουρά είναι ο πικρός ο πόνος
μα και του πόνου βάλσαμο
πως είναι μόνο ο χρόνος.
Πάντρεψαν το κορίτσι αυτό μ’
έναν απ’ άλλο σόι,
των ομματιών του πήρε αυτός
η πίκρα μην τον τρώει
κι έφτιαξε το κονάκι του,
μακριά, σε ξένα μέρη
μ’ αν έσβησε η αγάπη τους
ένας Θεός το ξέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου