Προγιαγιά μου η θεία Δέσπω
γέννημα του Ξηρομέρου
έζησε μέχρι το τέλος
του πολέμου του δευτέρου.
Ύστερα απ’ το εικοσιδύο
-της καταστροφής τη δίνη-
γνώρισε μία γυναίκα
που ερχόταν στη Μπαμπίνη.
Για το Αγρίνιο ο δρόμος
από το χωριό περνούσε
κι η γιαγιά μου για τη νύχτα
τη φτωχή φιλοξενούσε.
Ήτανε προσφυγοπούλα,
ήταν συνομήλική της
και μ’ εκείνη μοιραζόταν
τη μπουκιά απ’ το ψωμί της.
Όλη νύχτα κουβεντιάζαν
μόνες τους στο παραγώνι
και την κάμαρη τυλίγαν
βάσανα, καημοί και πόνοι.
Κι έτσι έμαθε η γιαγιά μου
πως υπάρχει κι άλλη Ελλάδα
που ξεδίπλωνε μπροστά της
η καλή της φιλενάδα.
Ήτανε από τον Πόντο,
θάλασσες μακριά και όρη
και κυνηγημένη ήρθε
μέχρι εδώ μ’ ένα βαπόρι.
Κι αφού τα ’χασε η καημένη
τα υπάρχοντά της όλα
τη φωλιά της ξαναχτίζει
στο χωριό τον Αϊ Νικόλα.
Άγονος, τραχύς ο τόπος
και οι ντόπιοι με αψάδα,
ξένη στην παλιά πατρίδα,
ξένη και μες στην Ελλάδα.
«Μητριά, η Ελλάδα, ή μάνα; »
είπε τότε η προγιαγιά μου
και τα λόγια στόμα-στόμα
έφτασαν ως τα παιδιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου