ΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΕΜΜΕΤΡΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
στη μνήμη του Γιάννη Χ. Κατερινόπουλου εκ Μπαμπίνης Ξηρομέρου,
το αφηγήθηκε στον εγγονό του Γιάννη και το κετέγραψε τη δεκαετία
του '90 ο γιος του Δημήτρης.
Μία φορά κι έναν καιρό στην κάτω
Ποταμούλα
σε μία άκρη του χωριού ζούσε μία
γριούλα.
Τη μαυροφόρα τη γριά τη λέγαν
κυρά-Φτώχεια
και στη ζωή τη χτύπησαν πολλά
ανεμοβρόχια.
Είχε αρρωστήσει ο άνδρας της, πριν
χρόνια είχε πεθάνει
κι ήταν στον κόσμο μοναχή, ούτε
παιδιά είχε κάνει.
Μάζευε στάχυα απ’ τους αγρούς για
του ψωμιού τ’ αλεύρι
κι άγρια χόρτα έβραζε την πείνα να
παλεύει.
Μόνη περιουσία της το χαμηλό
σπιτάκι
που στην αυλή του κάποτε φύτρωσε
ένα δεντράκι.
Κι έγινε μια κορομηλιά στα φρούτα
φορτωμένη
μα αυτό το δέντρο σε μπελά έβαλε
την καημένη.
Ποτέ κορόμηλα ώριμα δεν είχε
δοκιμάσει
τα πιτσιρίκια του χωριού τα είχανε
προφτάσει.
Σαν τα σπουργίτια κρέμονταν επάνω
στα κλαδιά της
και έκοβαν τα πράσινα, ξινά
κορόμηλά της.
Εκείνα την κορόιδευαν, αυτή τα κυνηγούσε
σκουντούφλαγε και έπεφτε, τη μοίρα
βλαστημούσε.
Κάποτε πέρασε ο Χριστός κι οι
δώδεκα Αποστόλοι
μα οι χωρικοί αφιλόξενοι, άντρες,
γυναίκες, όλοι.
Κανείς δεν έδωσε ψωμί, νερό να
ξεδιψάσουν
ώσπου στης Φτώχειας το τσαρδί το
σούρουπο θα φτάσουν.
Αυτή τους έδωσε νερό, σκαμνιά να
ξαποστάσουν
και έστρωσε στο πάτωμα τη νύχτα να
περάσουν.
Μα το καρβέλι ήταν μικρό για
δεκατρία κομμάτια
τότε ο Χριστός γονάτισε και έκλεισε
τα μάτια.
Έκανε μία προσευχή κι ευλόγησε τον
άρτο
που αυγάτισε και έγινε ψωμί ζεστό
κι αφράτο.
Την
άλλη μέρα
ο Χριστός προτού αναχωρήσει
κι αφού της Φτώχειας η καρδιά τον
είχε συγκινήσει,
της λέει πως είναι πρόθυμος να
ικανοποιήσει
όποια επιθυμία της φτάνει να το
ζητήσει.
Τότε αυτή τον τράβηξε απ’ το μακρύ
μανίκι
λέγοντας πως δεν του ζητά ό,τι δεν
της ανήκει.
Ούτε και θέλει αντάλλαγμα για τη
φιλοξενία
δεν είναι όλα δανεικά σ’ αυτή την
κοινωνία.
Μα στη δική του επιμονή εντέλει θα
ζητήσει
με μία ικανότητα να την
εξασφαλίσει.
Όποιος στο δέντρο της αυλής επάνω
ανεβαίνει
μόνο όποτε θέλει αυτή κάτω να
κατεβαίνει.
Μ’ αυτή τη χάρη ο Χριστός θα την
εφοδιάσει
κι αλλού την πίστη άλλων πιστών πήγε
να δοκιμάσει.
Ήρθαν παιδιά κι ανέβηκαν κορόμηλα
να φάνε
κι ύστερα δε μπορούσανε στα σπίτια
τους να πάνε.
Στο δέντρο επάνω κόλλησαν κι
έμειναν ως το δείλι
που στο καθένα η γριά έριξε ένα
σκαμπίλι.
Τους είπε όμως να ’ρχονται τότε που
ωριμάζουν
θα δίνει αυτή κορόμηλα κι όχι να τα
ρημάζουν.
Και έτσι την κορομηλιά -πρώτη φορά
η καημένη-
την είδε με κορόμηλα, κόκκινα,
φορτωμένη.
Κορόμηλα έφαγε ώριμα κι ευφράνθηκε
η ψυχή της
έστω κι αργά στο κλείσιμο του
κύκλου της ζωής της.
Πράγματι ο χάρος έφτασε ως του
σπιτιού την πόρτα
όμως η φτώχεια έλειπε, πήγε να
μάσει χόρτα.
Κι εκεί που την περίμενε στο σπίτι
να γυρίσει
πρόσεξε τα κορόμηλα που είχαν
κοκκινίσει.
Στο δέντρο επάνω ανέβηκε κορόμηλα
να φάει
και στο ταγάρι έβαλε στη Χάραινα να
πάει.
Όταν όμως ο Χάροντας πλέον είχε
χορτάσει
και θέλησε το σώμα του στη γη να
κατεβάσει,
επάνω στην κορομηλιά έμεινε
εγκλωβισμένος
σαν ταξιδιάρικο πουλί σε ξόβεργα
πιασμένος.
Το βράδυ από τους αγρούς επέστρεψε
η Φτώχεια
κι είδε έναν άντρα όμηρο στ’ αόρατά
της βρόχια.
¨Ποιος είσαι¨, του ’πε, ¨τι ζητάς
στο ταπεινό μου σπίτι
κι ανέβηκες στο δέντρο μου σα
λαίμαργο σπουργίτι;¨.
Tης λέει ¨δε με γνώρισες; Εμένα λένε
Χάρο,
τελείωσαν τα χρόνια σου και ήρθα να
σε πάρω¨.
¨Τότε εκεί που κάθεσαι για πάντα θα
σ’ αφήσω¨
του λέει η Φτώχεια, ¨έχω σκοπό κι
άλλες χρονιές να ζήσω¨.
Αυτός της αντιπρότεινε να τον
ελευθερώσει
κι ορκίστηκε αιώνια ζωή πως θα της
δώσει.
Ότι απ’ τα κιτάπια του για πάντα θα
τη σβήσει
κι ότι από δω και στο εξής δεν θα
την ενοχλήσει.
Έτσι έγινε συμβιβασμός, κατέβηκε ο
Χάρος
κι έμεινε η Φτώχεια αθάνατη, μα για
τον κόσμο βάρος.
Αφού οι πιο πολλοί στη γη στη
φτώχεια μέσα ζούνε,
για το χατίρι μιας γριάς άδικα
δυστυχούνε.